Ταινία που λόγω των σκληρών σκηνών της απευθύνεται σε θεατές με ατσαλένια νεύρα αλλά συγχρόνως, ένας ασπρόμαυρος, μεγαλειώδης κινηματογράφος με πλάνα που κόβουν την ανάσα παραπέμποντας στο σινεμά του δημιουργού παλαιότερων εποχών, το «Βαμμένο πουλί» έχει αρκετή προϊστορία. Χρειάστηκαν 10 χρόνια ώστε ο Τσέχος σκηνοθέτης Βάτσλαβ Μαρχούλ να ολοκληρώσει το όραμά του, μια κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Γέρζι Κοζίνσκι (1933- 1991) που στην εποχή του (πρωτοκυκλοφόρησε το 1965) προκάλεσε τεράστιο θόρυβο και αμέσως απαγορεύθηκε στην πατρίδα του την Πολωνία.
Ο λόγος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Κοζίνσκι, μέσα από την προσπάθεια ενός αγοριού να επιβιώσει μέσα στο εντελώς απάνθρωπο, βάρβαρο περιβάλλον της εκπνοής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, απεικόνιζε την ζωή στην Ανατολική Ευρώπη εκείνη την περίοδο. Χρησιμοποιώντας μια σλάβικη εσπεράντο γλώσσα που δεν ανήκει σε καμία χώρα, ο Μαρχούλ, με ελάχιστους διαλόγους για μια σχεδόν τρίωρη ταινία, ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα. Ομως η περιπλάνηση του μικρού δεν στηρίζεται στον λόγο αλλά στην εικόνα. Ο σκηνοθέτης αποτυπώνει την ανθρώπινη ασχήμια μέσα σε ένα περιβάλλον εκθαμβωτικής, ασπρόμαυρης ομορφιάς που παραπέμπει τον θεατή στο σινεμά σκηνοθετών όπως ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ή ο Ελεμ Κλίμοφ του οποίου το «Ελα να δεις» υπήρξε έμπνευση του Μαρχούλ κατά ομολογία του ιδίου.
Η γνωριμία του παιδιού με πρόσωπα που συναντά στο διάβα του (φαντάροι, χωρικοί, ένας ιερέας κ.α.), συνθέτουν τον σκελετό αυτής της ανεπανάληπτης Οδύσσειας που είναι μοιρασμένη σε κεφάλαια –επεισόδια, το καθένα θαρρείς μια ξεχωριστή ταινία. Στην διαρκώς παλλόμενη καρδιά αυτής της ανθρώπινης περιπέτειας, ο καταπληκτικός Πετρ Κότλαρ δίπλα σε διάσημους ηθοποιούς (Στέλαν Σκάσγκαρντ, Ούντο Κίερ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Τζούλιαν Σαντς, Μπάρι Πέπερ κ.α.) που δέχθηκαν να παίξουν στην ταινία απλώς και μόνον επειδή ήθελαν να αποτελούν μέρος της (το μυθιστόρημα του Κοζίνσκι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ).
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr