POOR THINGS - Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Φαίνεται πως, από τότε που γύρισε στην Ελλάδα τον «Κυνόδοντα», ο χαρακτηρισμός από αρχικά ξένους κριτικούς του έργου του ως «weird cinema» έχει κολλήσει για καλά στον Έλληνα σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο. Κι αν για την πρώτη βρετανική περίοδό του («Ο αστακός», «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού» και «Η ευνοούμενη») αυτό φάνηκε να περιορίζεται, με τη νέα του φουτουριστική φαρσοκωμωδία, «PoorThings», που του χάρισε το Χρυσό Λιοντάρι στην πρόσφατη 80η Μόστρα του κινηματογράφου, αυτό επανέρχεται, σ’ ένα μεγάλο βαθμό πρέπει να πω, χάρη τόσο στο μυθιστόρημα (1992) του Άλαστερ Γκρέι, όσο και στον ίδιο για να αντλήσει από το θέμα, και τα στοιχεία που αυτό του πρόσφερε, για να το αναπτύξει με το γνωστό στιλ που τον χαρακτηρίζει.
Η ιστορία είναι, κατά κάποιο τρόπο, ελεύθερη διασκευή των, βασισμένων στο έργο της Μαίρης Σέλεϊ, κλασικών ταινιών, «Φράνκενσταϊν» και «Η αρραβωνιαστικιά του Φράνκενσταϊν». Την ηρωίδα του, τη Μπέλα Μπάξτερ (Έμμα Στόουν), επαναφέρει σε μια διαφορετική ζωή, όπως και τον Φράνκενσταϊν, ο τρελός, παραμορφωμένος γιατρός Γκούντγουϊν Μπάξτερ (Γουίλεμ Νταφόε), σ’ ένα βικτωριανό σπίτι έξω από το Λονδίνο.
Αρχικά με το μυαλό ενός αγέννητου παιδιού που της μεταμοσχεύει για να την επαναφέρει στη ζωή ο γιατρός, η Μπέλα περνάει τις μέρες της στο εργαστήρι του πατέρα της, που τον αντιμετωπίζει ως Θεό, παίζοντας παιχνίδια (σε σκηνές γυρισμένες για ένα διάστημα σε μαυρόασπρο φιλμ) με διάφορα κατοικίδια, παράξενα στην πραγματικότητα, ζώα (σκυλιά με το σώμα πάπιας, και διάφορα το ίδιο αλλόκοτα όντα), μέχρι που ο Γκούντγουιν αποφασίζει να πειραματιστεί μ’ αυτήν και την στέλνει σε ταξίδι, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Πορτογαλία, Γαλλία), με συνοδεία, όπως σχεδιάζει, ένα σπουδαστή του, για να παρακολουθεί και να καταγράφει τις αντιδράσεις και γενικά τη συμπεριφορά της (σ’ ένα ταξίδι που θα μπορούσε να είναι ίσως λιγότερο σε διάρκεια από τα 141 συνολικά λεπτά του).
Ταξίδι που τελικά πραγματοποιεί με τον Ντάνκαν (ένας απολαυστικός Μαρκ Ράφαλο), τον άνθρωπο που καταφέρνει να την ξελογιάσει. Όταν όμως αρχίζει να διαβάζει και να γίνεται ανεξάρτητη, τα πράγματα αλλάζουν, ενώ με τη σεξουαλική της αφύπνιση, η Μπέλα αρχίζει να επιδίδεται απλόχωρα και αδιάκριτα σε σεξ, δοσμένο σε μερικές ιδιαίτερα τολμηρές σκηνές (που σίγουρα θα ενοχλήσει τους σεμνότυφους), χωρίς τους ενδοιασμούς ή τον βικτωριανό συντηρητισμό, για να καταλήξει σ΄ένα παριζιάνικο οίκο ανοχής, όπου θα μπορέσει να αποκτήσει χρήματα και την ελευθερία της – σκηνές που αντιμετωπίζονται αρκετά επιφανειακά, εκεί που χρειαζόταν μια μεγαλύτερη δύναμη, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη σχέση της Μπέλα με την ιδιοκτήτρια του μπορντέλου.
Βέβαια, πίσω από την ιστορία βλέπει κανείς το βασικό θέμα τόσο του βιβλίου (όπου, εκτός από την Μαίρη Σέλεϊ, υπάρχει σίγουρα και ο Λάβκραφτ και ο Τόμας Χάρντι και άλλοι Άγγλοι συγγραφείς) όσο και της ταινίας: ο αγώνας τόσο για μια καλύτερη, πιο δίκαιη, ζωή, όσο και για η γυναικεία σεξουαλική απελευθέρωση, θέματα με τα οποία ο Λάνθιμος είχε καταπιαστεί και στο παρελθόν.
Εδώ, πιο συμμαζεμένος και σίγουρος, χωρίς τις συνεχείς προσπάθειες να εντυπωσιάσει, με ένα εξαιρετικό συνεργείο με ανθρώπους που φτιάχνουν με μεράκι και ταλέντο τη δουλειά τους (στη φωτογραφία, τα χρώματα, τα ντεκόρ και τα κοστούμια), και με εξαίρετους ηθοποιούς, ο Λάνθιμος, μέχρι σ’ ένα βαθμό, μέσα από τη χειμαρρώδη αφήγηση, το ωραίο σενάριο του Τόνι Μακναμάρα, τις εντυπωσιακές σκηνές και τις ανατροπές, πάντα μέσα από μια το ίδιο εντυπωσιακή, διανθισμένη με το ιδιόμορφο, συχνά προκλητικό, λιγότερο μαύρο τη φορά αυτή χιούμορ του, την πανκ/φουτουριστική ατμόσφαιρα (στο πνεύμα των ταινιών του Τέρι Γκίλιαμ αλλά και του «Ανθρώπου ελέφαντα» του Λιντς), συνδυάζοντας την φαρσοκωμωδία με τη φαντασία και τον τρόμο, κατάφερε να φτιάξει την καλύτερη ίσως ταινία του, έστω και με τις αδυναμίες της, ιδιαίτερα στην επιμονή του να τονίζει συνέχεια την φαρσική/κωμική πλευρά της ιστορίας του, αποφεύγοντας συχνά να μπει στην ουσία των πραγμάτων.
Στην όλη επιτυχία, σίγουρα συμβάλλει τα μέγιστα και η εξαίρετη ερμηνεία της Στόουν που κατάφερε να ενσαρκώσει όλα τα περίπλοκα αισθήματα της ηρωίδας της: από τεχνητό, άμυαλο ον, σε ξέγνοιαστο, αφελές παιδί, σε αθώα στη συνέχεια γυναίκα (κάποια στιγμή μάλιστα προσπαθεί ν’ αυτοκτονήσει), που, σταδιακά, αρχίζει να αφυπνίζεται, διανοητικά και σεξουαλικά (φτάνει να προσέξετε με ποια αφέλεια και αθωότητα προτείνει στο σύντροφό της «ας αγγίξουμε ο ένας του άλλου τα σεξουαλικά του πράγματα», όχι «όργανα» όπως θα περίμενε κανείς) μέσα από τις εμπειρίες της, σ’ ένα κόσμο που εξουσιάζουν οι άντρες, για να μετατραπεί σε γυναίκα αυτόνομη κι έτοιμη να αλλάξει τον κόσμο – ίσως και να εκδικηθεί τους άντρες για όσα της έχουν κάνει…
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr