Μενού

ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΙ - Φίλιππος Χατζίκος

1951 2

Η ταινία του Ροντρίγκο Μορένο προσφέρει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για επιστροφή σε μία από τις πλέον διαχρονικές -υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις και γόνιμες- συζητήσεις πάνω στο θέμα της κινηματογραφικής φόρμας. Η φόρμα και το περιεχόμενο μιας κινηματογραφικής ταινίας, στην πιο ιδεατή τους μορφή, λειτουργούν συμπληρωματικά, συνδιαλέγονται και συνδιαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα που περνάει από το πανί στο θυμικό του κοινού. Με άλλα λόγια, ίσως άκομψα και απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τι θέλει ένας ή μία δημιουργός να εκφράσει και ο τρόπος που επιλέγει για να το κάνει αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος˙ το μέρος της ψυχής μας που θα επιτρέψουμε ως θεατές σε μια ταινία να κατακτήσει συνήθως εξαρτάται από την αποδοχή ή μη εκ μέρους μας των δημιουργικών επιλογών σε αυτούς τους δύο άξονες.

Στην περίπτωση των «Παραβατικών», ο Ροντρίγκο Μορένο συνθέτει μια γοητευτική ωδή στην ελευθερία που πασχίζει να διασωθεί από όσα την απειλούν στη σύγχρονη πραγματικότητα. Περιβάλλει την κινητήρια ιδέα της απόδρασης με ουκ ολίγα όμορφα στολίδια. Επιχειρεί αφηγηματικούς παραλληλισμούς, ίσως υπέρ το δέον σαφείς, όπως αυτός με τα αναγραμματισμένα ονόματα των χαρακτήρων. Ιχνηλατεί την περιοχή στην οποία ευδοκιμεί η απαίτηση για μία ζωή που είναι κάτι παραπάνω από επιβίωση, για εμπειρίες που χαράσσονται στον νου αρπάζοντας τον χώρο από τη στυγερή κατήφεια της ρουτίνας. Δουλεύει και σαν αφηρημένη ωδή στη μαγεία του κινηματογράφου, φευγαλέα και ελλιπής, πάντως γοητευτική. Είναι άλλωστε και χωνευτήρι αναφορών˙ κλείνει το μάτι του προς πολλά αγαπημένα σινεφιλικά καταφύγια, από το χρωματιστό σινεμά του Άκι Καουρισμάκι μέχρι το cool σύμπαν του Τζάρμους και τη βιτριολική ειρωνεία των αδερφών Κοέν.

Σε ένα τέτοιο νοηματικό πεδίο, επί της αρχής, η επιλογή του Αργεντινού δημιουργού να κινηθεί ελεύθερος από τα στεγανά των genres φαντάζει αποδοτική και καλοδεχούμενη. Έτσι, το πρώτο μέρος της ταινίας ανατρέπει τη σύμβαση του heist movie αποτελεσματικά και χαριτωμένα, αποδραματοποιώντας τις στιγμές της κλοπής σχεδόν σαν να είναι αδιάφορες καταγραφές καθημερινών ενεργειών. Δε θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι πρόκειται για ένα κομψοτέχνημα που αντλεί από την αφέλεια της αρχικής σύλληψης φανταστική ενέργεια, η οποία ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο με πρωτοτυπία και ακρίβεια, εν ολίγοις, δηλαδή, με απόλυτη επιτυχία.

Στη συνέχεια, όμως, το φιλμ χαράσσει μια διαφορετική πορεία και έπειτα παίρνει μια ακόμα νέα τροπή, σαν να επιδεικνύει με αποκρουστική φορμαλιστική αυταρέσκεια τη σφραγίδα της ελευθερίας στην αφήγησή του. Ο Μορένο θεωρεί πως βγάζει συνεχώς λαγούς από το καπέλο του, ωστόσο εγκλωβίζεται ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη που διαπερνά. Το ράθυμο δεύτερο μέρος παραπέμπει περιορίζει την ελευθεριακή αύρα του πρώτου σε κάτι που θυμίζει πιο πολύ ρομερικό κακέκτυπο της υπαρξιακής κρίσης ενός μεσήλικα. Ιδωμένο αυτοτελώς διαθέτει μια κάποια γοητεία (σαφώς περιορισμένη σε σχέση με το εγκεφαλικό πρώτο σκέλος), με τα πανέμορφα τοπία και το αποτελεσματικό σάουντρακ του, καθώς και μερικές στιγμές που η deadpan κωμωδία του αποδίδει. Είναι όμως η εν τοις πράγμασι ακύρωση όσων προηγήθηκαν που πληγώνει συνολικά το φιλμ, αφού η απρόσμενη στροφή δεν οδηγεί ποτέ την αφήγηση π.χ. σε ένα ενδιαφέρον κυκλικό σχήμα, παρά μόνο σε μία ανατροπή που, έτσι έκθετη όπως καταφτάνει, μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί αφηγηματική εξυπνάδα.

Στους «Παραβατικούς», λοιπόν, η φορμαλιστική ακροβασία εξουδετερώνει το περιεχόμενο, ακυρώνοντας εκτός των άλλων με τη μαραθώνια διάρκειά την αξιοθαύμαστη στυλιστική καινοτομία που είχε να επιδείξει η ταινία για κάτι παραπάνω από μία ώρα. Ο Μορένο δεν κινείται σε ασφαλή μονοπάτια και φτιάχνει έναν κόσμο νωχελικών ρυθμών που μπορεί να έλξει ένα θαρραλέο μέρος του κοινού, αλλά μάλλον κυνηγά την «εναλλακτικότητα» περισσότερο από την αφηγηματική ομοιογένεια.

Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr

Smart Search Module