Ο έρωτας ανάχωμα στη γενικευμένη απόγνωση
Εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, ο 66χρονος Φινλανδός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Άκι Καουρισμάκι αφήνει το δικό του στίγμα στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό σύμπαν με νοσταλγικές παρωδίες από ταινίες περιπλάνησης, μελοδράματα και φιλμ νουάρ, γεμάτα χιούμορ και ρετρό πινελιές. Μαζί με τον ντοκιμαντερίστα αδερφό του Μίκα συνέβαλαν και οι δυο στην άνοδο της φινλανδικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, από τη δεκαετία του ’80. Έξι χρόνια μετά την «Άλλη όψη της ελπίδας» (2017), για την οδύσσεια ενός πρόσφυγα από τη Συρία που αναζητά την τύχη του στην Φινλανδία, ο Καουρισμάκι επιστρέφει με τη νέα του ταινία «Πεσμένα φύλλα» (Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής Καννών και υποψήφια για ξενόγλωσσο Όσκαρ), αναδεικνύοντας ως ανάχωμα στη γενικευμένη απόγνωση την αλληλεγγύη και τον έρωτα.
Στο σύγχρονο Ελσίνσκι, η νεαρή Άνσα (Άλμα Πόιστι), υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ, γνωρίζει τυχαία σε ένα μπαρ τον αλκοολικό εργάτη Χολάπα (Γιούσι Βατάνεν). Το φλερτ μεταξύ τους περιορίζεται σε αμήχανες ματιές, αλλά στην επόμενη συνάντηση, επιβεβαιώνεται η μεταξύ τους έλξη. Η ήδη απολυμένη Άνσα δίνει το τηλέφωνό της στον Χολάπα, περιμένοντας από αυτόν την πρώτη κίνηση, αυτός όμως χάνει το χαρτάκι, χωρίς να γνωρίζει ούτε το όνομά της. Μετά από λίγο βρίσκεται και ο Χολάπα απολυμένος, εξαιτίας του αλκοολισμού του. Σε δυο παράλληλες αφηγήσεις προσπαθούν και οι δυο να επιβιώσουν, μέσα σε αυξανόμενη διαρκώς ακρίβεια. Υπάρχει άραγε χώρος για έρωτες και όνειρα στη σύγχρονη εποχή ή τα πάντα συνθλίβονται κάτω από τις νέες καπιταλιστικές επιταγές;
Τυχαίες συναντήσεις και συγκλίνουσες διαδρομές δημιουργούν τον καμβά του ανθρωποκεντρικού σινεμά του Καουρισμάκι, που εμπνέεται από τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα της σημερινής Ευρώπης, δημιουργώντας ταινίες που μεταφέρουν σε μικρογραφία την ελπίδα. Στο επίκεντρο της προηγούμενης ταινίας του βρισκόταν το προσφυγικό και η άνοδος του εθνικισμού, ενώ στο νέο του πόνημα θίγονται οι άθλιες εργασιακές συνθήκες και η ακρίβεια. Δίνοντας χώρο στους ταπεινούς τούτης της γης, ο Καουρισμάκι γράφει σενάρια και σκηνοθετεί ταινίες για τους σύγχρονους προλετάριους, που παλεύουν για ανθρωπιά και αλληλεγγύη σε έναν αδίστακτο καπιταλιστικό κόσμο, όπως στις ταινίες «Γυναίκα με τα σπίρτα» (1990) και «Λιμάνι της Χάβρης» (2011), ενώ στα «Πεσμένα φύλλα», οι πρωταγωνιστές εργάζονται υπό το καθεστώς «σύμβασης μηδενικών ωρών», δηλαδή δίχως αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης. Αδιαφορώντας για τη ρεαλιστική απόδοση και κυρίως την ερμηνευτική διάσταση ρεαλισμού των ηθοποιών, συχνά επιλέγει ερασιτέχνες και προτιμάει αποστασιοποιημένες ερμηνείες, όπως στο σινεμά του Μπρεσόν, που παραμένει βασική αναφορά του.
Εξαρχής, ο Καουρισμάκι κάνει ισχυρό σχόλιο για την άνιση κατανομή του πλούτου. Η ταινία ανοίγει με τα συσκευασμένα κρέατα που συσσωρεύονται στον ιμάντα του ταμείου, στο σούπερ μάρκετ, δείχνοντας την παράνοια της υπερκαταναλωτικής κοινωνίας, όπου άλλοι δεν έχουν να φάνε. Τα λεφτά παραμένουν στο επίκεντρο, αυτή τη φορά ως είδος σε έλλειψη, καθώς οι πρωταγωνιστές κοπιάζουν για να τα αποκτήσουν, συχνά δίχως να προλάβουν να πληρωθούν, αφού απολύονται, σε μια εποχή καταργημένων συλλογικών συμβάσεων.
Γεμάτες με πολλά χρώματα ρετρό αισθητικής και μια κινηματογράφηση με αρκετά σταθερά πλάνα δίχως βιασύνη, οι λιγομίλητες ταινίες του Καουρισμάκι αναδύουν ταυτόχρονα αθωότητα και γλυκύτητα, ενώ λειτουργούν σαν απλά μαθήματα για την κατανόηση της τάξης των πραγμάτων, στοχεύοντας στην ανατροπή, όπως και το θέατρο του Μπρεχτ. Έτσι, όταν η Άνσα κατηγορείται πως κλέβει ληγμένα προϊόντα και απολύεται, παραιτούνται από τη δουλειά για συμπαράσταση και δυο συναδέλφισσές της, σε ένα πλάνο με τις τρεις υπαλλήλους μετωπικά καδραρισμένες, ανακαλώντας το «Δυο ημέρες, μια νύχτα» (2014/αδερφοί Νταρντέν). Σε ζηλευτή οικονομία των κινηματογραφικών του μέσων, ο Καουρισμάκι εκφράζεται μέσα από εικόνες, βλέμματα, κινήσεις, ενώ η χρήση αντιθετικών χρωμάτων, σε ενδύματα και σκηνικά, μετατρέπει το κινηματογραφικό κάδρο σε αυτόνομη εικαστική επιφάνεια, όπως στον Γκοντάρ. Η αντιθετική διάσταση του άντρα και της γυναίκας υποδηλώνεται και χρωματικά, με την κόκκινη στολή της Άνσα και την πράσινη ολόσωμη φόρμα του Χολάπα. Συνήθως η Άνσα ντύνεται πότε σε τόνους γαλάζιου, πότε με κίτρινο πουκάμισο ή κόκκινο φόρεμα, σε αντίθεση με τον Χολάπα, που ντύνεται σκουρόχρωμα, υποδηλώνοντας τη σκοτεινή του εξάρτηση.
Οι πρωταγωνιστές βλέπουν στο σινεμά την ταινία «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν» (2019) του Τζιμ Τζάρμους, που μαζί με τον Καουρισμάκι, παραμένουν ακλόνητοι θιασώτες του ανεξάρτητου κινηματογράφου, ενώ το αδέσποτο σκυλάκι που υιοθέτησε η Άνσα καθόλου τυχαία ονομάζεται Τσάπλιν. Γεμάτη σινεφιλικές αναφορές η ταινία, μέσα από τις κινηματογραφικές αφίσες στο σινεμά, όπου διαφαίνονται «Ο Ρόκο και τ’ αδέρφια του» (1960/Λουκίνο Βισκόντι), «Το χρήμα» (1983/Ρομπέρ Μπρεσόν), «Ο κόκκινος κύκλος» (1970/Ζαν-Πιερ Μελβίλ), αφίσες από ταινίες του Γκοντάρ «Τρελός Πιερό» (1960) και «Περιφρόνηση» (1963), αλλά και «Σύντομη Συνάντηση» (1945/Ντέιβιντ Λιν), όπου επίσης περιγράφεται μια τυχαία συνάντηση, που ανάβει την ερωτική σπίθα ανάμεσα σε δυο μοναχικές ψυχές.
Μακριά από την έννοια της παρέας ή της κοινότητας που διερευνούσε σε προηγούμενες ταινίες, ο Καουρισμάκι επικεντρώνεται εδώ στην αρμονική συνύπαρξη του ζευγαριού, καταγράφοντας τη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου στη μετά τον εγκλεισμό της πανδημίας εποχή, κρατώντας ωστόσο ως στέκι, ένα καραόκε μπαρ.
Σήμα κατατεθέν του Καουρισμάκι οι ροκ, μπλουζ και ποπ μπαλάντες που ακούγονται να ερμηνεύονται ζωντανά από τοπικές μπάντες στα μπαράκια, εδώ έχουν την τιμητική τους. Το ροκαμπίλι «Get On», από το φινλανδικό ροκ συγκρότημα Hurriganes, ακούγεται όταν ο Χολάπα χτενίζει τα μαλλιά του για τη βραδινή έξοδο. Υπό το άκουσμα της περίφημης «Σερενάτας» του Σούμπερτ, που τραγουδάει σε καραόκε κάποιος φιλόμουσος θαμώνας, εξελίσσεται το πρώτο φλερτ των πρωταγωνιστών, ενώ ανταλλάσσουν ματιές, με την κάμερα από τον έναν στον άλλον. Η φινλανδική διασκευή του «Mambo Italiano», από τον δημοφιλή Φινλανδό τραγουδιστή Ολάφι Βίρτα, ακούγεται όταν η Άνσα, ως λαντζέρισσα, μαζεύει τα άπλυτα ποτήρια σε ψηλές στοίβες, ενώ η κάμερα από σταθερό πλάνο αρχικά στο τζουγκ μπόξ, απ’ όπου ακούγεται το τραγούδι, απομακρύνεται προς τα πίσω, καταγράφοντας τους αλκοολικούς θαμώνες, ανακαλώντας τη βωβή ταινία «Πιστή Καρδιά» (1923/Ζαν Επστάιν). Ο Βίρτα, γνωστός ως «βασιλιάς του φινλανδικού ταγκό», ακούγεται να τραγουδάει στους τίτλους τέλους και τη φινλανδική διασκευή του περίφημου γαλλικού τραγουδιού «Φθινοπωρινά φύλλα», του Ζοζέφ Κοσμά, που ενέπνευσε τον τίτλο της ταινίας. Η παράταιρη στιγμή που ο αποκοιμισμένος Χολάπα ανοίγει τα μάτια του τη στιγμή που η Άνσα απομακρύνεται μέσα στο τραμ, υπογραμμίζεται με την εξέχουσα μελωδία από το πρώτο μέρος, το αντάτζιο, της 6ης συμφωνίας του Τσαϊκόφσκι (Παθητική), πλημμυρίζοντας την εικόνα με συναίσθημα, τονίζοντας κυρίως το ρόλο της τύχης και το ασύγχρονο του έρωτα. Αυτή μελωδία ακούγεται στο πρώτο φιλί και ξανά, όταν από ένα φύσημα ανέμου χάνεται το χαρτάκι με το τηλέφωνο, αποτελώντας το ερωτικό μοτίβο που εκφράζει αποκλείσεις και συγκλίσεις της πορείας των πρωταγωνιστών.
Δημιουργώντας ένα λαϊκό σινεμά που καθένας μπορεί να καταλάβει και κυρίως να νιώσει, ο Καουρισμάκι επιλέγει στις ταινίες του πρωταγωνιστές που αντιμετωπίζουν τη ζωή με αισιοδοξία, όπως και ο ίδιος, πάντα χαμογελαστός και γεμάτος χιούμορ, πεπεισμένος πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μέσα από το σινεμά. Έτσι με τα «Πεσμένα Φύλλα», παραδίδει μια γλυκόπικρη, αλλά πάντα αισιόδοξη ιστορία αγάπης, ανάμεσα σε δυο σύγχρονους προλετάριους, που δεν παύουν να ερωτεύονται, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο και δικαιότερο αύριο.
Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr