Αυτό που στην πραγματικότητα απασχολεί τον σκηνοθέτη Ροντρίγκο Μορένο, κινώντας ταυτόχρονα το δικό μας ενδιαφέρον, δεν είναι τόσο το ίδιο το σχέδιο κλοπής ενός σημαντικού χρηματικού ποσού από μια τράπεζα που λαμβάνει χώρα στην αρχή της ταινίας αλλά το τι θα γίνει μετά την εγκληματική πράξη, με άλλα λόγια οι συνέπειές της. Ο σκηνοθέτης «πατά» στην ιδέα της θυσίας ορισμένων χρόνων από την ζωή σου, εν προκειμένω στην φυλακή, ούτως ώστε να απολαύσεις όλα τα υπόλοιπα χωρίς να χρειαστεί ποτέ ξανά να εργαστείς. Αυτή είναι η προοπτική του Μοράν (Ντανιέλ Ελίας), το κίνητρό του για να κλέψει την τράπεζα στην οποία εργάζεται και κατόπιν να παραδοθεί στις αρχές αναμένοντας την καλή ζωή μετά την αποφυλάκισή του.
Ως τότε τα χρήματα θα φυλά ο Ρομάν (Εστεμπάν Μπιλιάρντι), φίλος και συνάδελφός του στην τράπεζα, ο οποίος όμως, καθότι ενοχικός, συμφωνεί διστακτικά να μπει στο κόλπο και είναι ο αδύναμος κρίκος του σχεδίου. Αυτή η παράξενη περίπτωση εγκλήματος με κεντρικούς ήρωες δύο ανθρώπους που δεν είναι ακριβώς υψηλού i q αλλά φαίνεται ότι έχουν την τύχη με το μέρος τους, είναι στημένη με πολύ έξυπνο τρόπο και μοιρασμένη σε κεφάλαια που σου φτιάχνουν την διάθεση (είναι βασισμένη δε σε πραγματικά περιστατικά).
Συγχρόνως -και αυτό έχει επίσης ενδιαφέρον- ο σκηνοθέτης μέσα από αυτή την ασήμαντη ιστορία, καταφέρνει να «ζωγραφίσει» μια μικροσκοπική τοιχογραφία της σύγχρονης Αργεντινής την οποία παρακολουθούμε με όρεξη χωρίς να μας απασχολεί το γεγονός ότι η διάρκεια της ταινίας ξεπερνά τις τρεις ώρες. Διόλου τυχαία αυτό το πολύ αξιόλογο ντεμπούτο στην μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, υπήρξε η επίσημη πρόταση της Αργεντινής στα Οσκαρ του 2024 και είχε θετική υποδοχή στο φεστιβάλ των Καννών όπου προβλήθηκε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr