Στην ελληνική επαρχία των αρχών του 20ου αιώνα, η μαία ενός χωριού σκοτώνει νεογέννητα και μικρά κορίτσια του χωριού, ώστε να μην υποφέρουν όσα εκείνη, οι δικές της κόρες και άλλες συγχωριανές της υποφέρουν από τους άντρες τους και την καταπιεστική, κακοποιητική πατριαρχία.
Δράμα εποχής βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1903 και διασκευάζεται σεναριακά εδώ από την Κατερίνα Μπέη, υπεύθυνη επίσης για την προηγούμενη κινηματογραφική επιτυχία της Καραμπέτη, «Ευτυχία» (Άγγελος Φραντζής, 2019). Αποτελεί επίσης το σκηνοθετικό ντεμπούτο της πολυβραβευμένης ηρακλειώτισσας σκηνογράφου κι ενδυματολόγου Εύας Νάθενα, η οποία είναι υπεύθυνη κι εδώ για τους αντίστοιχους τομείς.
Πρόκειται για την τρίτη κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου, μετά την ομότιτλη εκδοχή του Κώστα Φέρρη το 1974 με τη Μαρία Αλκαίου και το «H Φόνισσα: Η λογική γεννάει τέρατα» της Στέλλας Αρκέντη το 2012 με την Ιωάννα Γκαβάκου, δύο άνισα εγχειρήματα, εγκλωβισμένα σε φορμαλιστικές ακροβασίες και διαθέσιμα στο YouTube για όποιον είναι αρκετά περίεργος.
Η φετινή εκδοχή είναι υφολογικά πιο συμπαγής από τις προηγούμενες. Λιτή, λακωνική κι άμεση, ξέρει τι θέλει να πει και το λέει όσο πιο εμφατικά μπορεί, συνθέτοντας μια καταγγελία για την πατριαρχική βία κατά των γυναικών. Παρότι η φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη είναι μόνο συμβατικά καλλιεπής (όπως και τα περισσότερα κοστούμια είναι παραδόξως καθαρά, σιδερωμένα κι όμορφα, δεδομένων των συνθηκών), η θεματική αξιοποίηση του τοπίου κι ο τρόπος με τον οποίο αυτό αντανακλά τους χαρακτήρες θυμίζει την «Αναπαράσταση» (Θόδωρος Αγγελόπουλος, 1970), οι ομοιότητες με την οποία αποτελούν ένα αξιόλογο θέμα από μόνες τους που δεν υπάρχει χώρος ν’ αναπτυχθεί εδώ, ενώ το φωνητικό σάουντρακ του Δημήτρη Παπαδημητρίου είναι ελεγειακό και στοιχειωτικό μαζί.
Ωστόσο, τόσο το σενάριο όσο κι η σκηνοθεσία μοιάζουν να επικεντρώνονται τόσο πολύ στη Χαδούλα, ώστε παραμελούν τα υπόλοιπα πρόσωπα της πλοκής. Η Καραμπέτη προσφέρει μια ερμηνεία γεμάτη σκληρότητα κι απόγνωση, κι η Πρωτόπαππα την τραυματίζει πειστικά ως τυραννική μητέρα. Από ‘κει και πέρα όμως οι υπόλοιπες γυναίκες λειτουργούν διεκπεραιωτικά (μπορεί κανείς να συγκρίνει την Τσιλίκα εδώ και ως Όρσα στη «Μικρά Αγγλία» για να καταλάβει την ερμηνευτική διαφορά), οι άνδρες είναι διακοσμητικά και στερεότυπα βλοσυροί, ενώ τα παιδιά κι οι βοηθητικοί ηθοποιοί αποτελούν αμελείς λεπτομέρειες που υποβαθμίζουν τη συνοχή και τον έλεγχο του συνολικού οράματος, επίσης διαρρηγμένα από περιστασιακά κενά στη χαρακτηρολογία και την πλοκή.