Μενού

ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΙ - Νίκος Παλάτος

2171 4

Τραπεζικός υπάλληλος υπεξαιρεί εξακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια από το ταμείο του υποκαταστήματος όπου εργάζεται, επιλέγοντας ένα καλό εφάπαξ αντί της επί σειράς ετών ρουτινιάρικης καθημερινής εργασίας, «πακέτο» με… τρεισήμισι χρόνια φυλάκισης. Εμπιστεύεται τη λεία σε συνάδελφο, δίνοντάς του υπόσχεση μοιρασιάς των χρημάτων, εάν εκείνος του τα φυλάξει για όσο καιρό εκείνος θα εκτίει την ποινή του. Το σχέδιο, παραδόξως, δείχνει να δουλεύει, όμως, καμιά φορά ένας… συμπτωματικός έρωτας αρκεί για να κάνει τη ζημιά!

Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να γράψω μία περίληψη της υπόθεσης των «Παραβατικών», η οποία από τη μία δεν θα δημιουργούσε εντελώς λανθασμένες εντυπώσεις και από την άλλη δεν θα έπιανε ολόκληρη παράγραφο! Επίσης, ομολογώ πως… μάλλον δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Ο λόγος της δυσκολίας εντοπίζεται στο γεγονός πως αυτό που στην αρχή φαινομενικά μοιάζει με «εγκεφαλικό» heist movie (με κλέφτες της διπλανής πόρτας που πάνε να πιάσουν την καλή), λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο αυστηρά και μόνο για το ήμισυ της διάρκειας. Το υπόλοιπο μισό… ουδεμία σχέση έχει με το αρχικό εύρημα, δημιουργώντας τη βεβαιότητα πως το trick της υπεξαίρεσης δεν ήταν παρά ένα «κόλπο», πραγματικός στόχος του οποίου ήταν να εκθειάσει τον αγνό τρόπο ζωής μακριά από το άγχος της πόλης, καθώς και τις συνέπειες του κεραυνοβόλου έρωτα! Με κάποιο παράδοξο τρόπο, τα δύο μισά ενώθηκαν σε ένα κοινό φιλμ, κάτι για το οποίο λόγος ουσιαστικός δεν υπήρχε. Πόσω μάλλον όταν το όλο πράγμα ξεχειλώνει σε διάρκεια, υπερβαίνοντας τα 180 λεπτά (!). Πως, λοιπόν, να συνδέσεις σε δύο αράδες (δίχως spoiler) την περίληψη μιας ταινίας που, επί της ουσίας, αποτελείται από δύο;

Τα πρώτα 80 λεπτά (τα οποία, σύμφωνα με κάρτα που πέφτει στο σημείο εκείνο, ορίζονται ως πρώτο μέρος του φιλμ) επιδεικνύουν μια παιχνιδιάρικη διάθεση εξερεύνησης του εγκλήματος (συχνά στα όρια του μπουφόνικου), που αφενός λειτουργεί ικανοποιητικά, αφετέρου δημιουργεί αληθινό ενδιαφέρον για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, από τη στιγμή που το «φινάλε» του βρίσκει τον «εγκέφαλο» Μοράν πίσω από κάγκελα και τον «συνεργό» του, Ραμόν, να έχει θάψει τα χρήματα σε απομονωμένο σημείο στη μέση του πουθενά. Το σενάριο του auteur Ροντρίγκο Μορένο προτάσσει τη λογική πως το έγκλημα δεν χρειάζεται απαραιτήτως κάποιον ιδιοφυή mastermind προκειμένου να υλοποιηθεί, αλλά καμιά φορά αρκεί έστω και μια ισχυρότατη δόση… αφέλειας. Μέσω της απλοϊκής κοσμοθεωρίας του Μοράν, σχετικά με την αξία ζωής και εργασίας, καταρρίπτει μια κι έξω (και με τρόπο με τον οποίο πιο εύκολα συμφωνείς παρά διαφωνείς!) τη βαρετή καθημερινότητα ενός εργαζόμενου στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, θέτοντας ένα δίλημμα που περισσότερο μοιάζει με απόσταγμα εφηβικής σοφίας γύρω από το τραπέζι ενός bar, παρά με κάτι που θα μπορούσε να τεθεί στα σοβαρά. Εδώ, όχι μόνο τίθεται αλλά εκτελείται κιόλας, με τρόπο άκρως πειστικό, ελαφρώς «φευγάτο» και υπογείως ιντριγκαδόρικο.

Ατυχώς, οι προσδοκίες που δημιουργεί ο Μορένο κατά το ιλαροτραγικό πρώτο μέρος του φιλμ, πηγαίνουν περίπατο στο ξεχαρβαλωμένο δεύτερο (το οποίο, συν τοις άλλοις, παίρνει τη μερίδα του λέοντος σε χρονική διάρκεια). Οι υποπλοκές που φροντίζει να έχει ανοίξει, και οι οποίες έχουν υποβάλει τον θεατή σε διάφορες σκέψεις για το πως ενδέχεται να κινηθεί το στόρι (φυλακόβια μπλεξίματα, ασφυκτική επιμονή από την ορκωτή λογίστρια που λειτουργεί ως άτυπη ντετέκτιβ, πιθανό ρήγμα στο μέτωπο Μοράν και Ραμόν, μιας και τα λεφτά είναι πολλά), ξεχνιούνται πλήρως, αφού τελικά δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία. Ούτε αυτές, αλλά ούτε και τα χιλιάδες δολάρια που περιμένουν θαμμένα κάτω από έναν βράχο! Ο Μορένο οδηγεί την ταινία του στους δρόμους ενός αδιόρατου ερωτικού τριγώνου, καταφεύγοντας σε μια αλληλουχία απίθανων συμπτώσεων, οι οποίες δοκιμάζουν τη λογική με τρόπο που ούτε η αρχική υπεξαίρεση από το χρηματοκιβώτιο της τράπεζας τόλμησε να κάνει.

Έχοντας απομακρυνθεί άμεσα (και ολοκληρωτικά, πια) από τις νόρμες ενός heist movie, ο Αργεντίνος auteur τεστάρει άγρια την υπομονή του κοινού μέσω μιας ατέλειωτης σεκάνς χαλαρής, παρεΐστικης κουβέντας πλάι στα νερά μιας λίμνης ή ενός ένθετου ημίωρου flashback «αποκάλυψης», που από τη μία επιχειρεί να ενώσει κάποια κομμάτια από το προ πολλού διαλυμένο puzzle, ενώ από την άλλη αποδεικνύει πως κύριος στόχος του φιλμ ήταν πιθανότατα η εξερεύνηση της ανδρικής κρίσης της μέσης ηλικίας, σε συνδυασμό με την απλότητα της ζωής στην επαρχία. Η όλη heist φάση, δηλαδή, ελάχιστα αφορούσε (!), δημιουργώντας εύλογη απορία για την αιτία που εξαρχής υπήρχε στο σενάριο. Παρ’ όλα αυτά, ο Μορένο θα μπορούσε (έστω) την ύστατη ώρα να περισώσει κάτι από την ταινία του, εάν… απλά την ολοκλήρωνε! Η λέξη «τέλος», όμως, όπως άπειρες φορές έχουμε αναφέρει εσχάτως, είναι παντελώς άγνωστη στο σύγχρονο φεστιβάλικο περιβάλλον, σε αντίθεση με την σκοπίμως άχρονη σκηνογραφία (ο χώρος της τράπεζας μοιάζει να έχει βγει από τα ‘70s), που ως προσέγγιση θυμίζει μέχρι και δικές μας παραγωγές. Για να μην πιάσουμε τη σημειολογία (;) πίσω από τα ομόηχα ονόματα του καρέ των βασικών ηρώων (Μοράν, Ρομάν, Νόρμα, Μόρνα), που μάλλον σε inside joke φέρνει, το οποίο σαφώς και «χάθηκε στη μετάφραση». Όπως και όλο το φιλμ, δηλαδή.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα πιασάρικο εύρημα τραπεζικής κλοπής μετατρέπεται σε χαρακτηριστικά βραδύκαυστο και άστοχο δράμα φεστιβαλικής ατμόσφαιρας, που από ένα σημείο κι έπειτα στερείται οποιασδήποτε κινηματογραφικής συνοχής (και μάλιστα στην… «μπενχουρική» διάρκεια των τριών ωρών!). Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για κάποιο δυσπρόσιτο ή «πειραματικό» φιλμ, αφού μέχρι τη μέση του μοιάζει μέχρι και με «ψαγμένο» crowd-pleaser θέαμα. Στη συνέχεια, όμως, το παίρνει η κατηφόρα δίχως σταματημό. Αποτελεί την υποβολή της Αργεντινής για το ξενόγλωσσο βραβείο Όσκαρ.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module