ΣΥΝΟΨΗ: Βρισκόμαστε σε ένα απομακρυσμένο νησί της Ελλάδας, γύρω στο 1900 η Χαδούλα, χήρα Ιωάννου Φράγκου είναι μια γυναίκα που έχει μάθει να επιβιώνει στην ανδροκρατούμενη, πατριαρχική κοινωνία υπηρετώντας αυτό που της πέρασε η μητέρα της – μια σκυτάλη δύσκολη, που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας. Η Χαδούλα επαναστατεί μέσα της και αυτό δεν θα αργήσει να συμβεί και προς τα έξω. Τα μικρά κορίτσια του νησιού γίνονται θύματά της. Αφαιρώντας τους τη ζωή, η ίδια νιώθει ότι τα απαλλάσσει από το κοινωνικό φορτίο που η ύπαρξή τους επιφέρει. Όμως οι πράξεις της κάποια στιγμή θα τη φέρουν αντιμέτωπη με τον νόμο. Ψυχικά ταπεινωμένη και κυνηγημένη, η Χαδούλα παίρνει τα βουνά.
Ψηλά βουνά, γκρίζα, κακοτράχαλα, γεμάτα πέτρα. Αυτή η πέτρα που χαρακτηρίζει το δυστοπικό τοπίο του νησιού της Χαδούλας, αυτή η πέτρα είναι που έχει καθήσει και στην ψυχή της και την βαραίνει. Η Χαδούλα, αγέρωχη και απρόσιτη, έχει γίνει ένα με την αγριότητα της φύσης και έχει αναλάβει μέσα στο μυαλό της το βαρύ φορτίο της «λύτρωσης» των άτυχων θηλυκών ψυχών που γεννιούνται σε λάθος τόπο, λάθος στιγμή. Μια σκοτεινή πατριαρχική κοινωνία όπου αλλοίμονο αν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα συνοδευτικά της αγοραπωλησίας την οποία ουσιαστικά αποτελούν οι θεσμοί του προξενιού και της προικοδοσίας.
Στην κινηματογραφική διασκευή της Εύας Νάθενα η Χαδούλα δεν είναι παρά η αίρουσα τις αμαρτίες του μικρόκοσμού της, η φέρουσα το ακατονόμαστο βάρος της κατά συρροή παιδοκτονίας. Μια serial killer από κοινωνική επιλογή και οίκτο για τα θύματά της που την καθοδηγούν ίσκιοι και φαντάσματα που τη σπρώχνουν στο αδιέξοδο μιας άδικης κληρονομιάς.
Η σεναριακή απόδοση της συγκλονιστικής αυτής ιστορίας όχι μόνο δεν απομακρύνεται σχεδόν καθόλου από το κλασσικό αριστούργημα του Παπαδιαμάντη αλλά του ρίχνει νέο φως που το κάνει να φαντάζει τόσο επίκαιρο όσο όταν γράφτηκε. Όσο για το πώς επιτυγχάνεται αυτό, αρχικά δυο λέξεις μόνο: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη! Η σπουδαία ερμηνεύτρια γίνεται το πολύτιμο πετράδι πάνω στο κομψοτέχνημα που παραδίδει η Εύα Νάθενα σε τούτο το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, κρατώντας σε εγρήγορση τον θεατή με κάθε της βλέμμα και κάθε της κίνηση. Η Χαδούλα της γίνεται οδηγός μας στην ανάβαση ενός μεταφορικού Γολγοθά, μια ανάβαση που ματώνει πόδια και ψυχές, με τον ουρανό και τη θάλασσα στο φόντο να μετατρέπονται σε γκρίζο αδιέξοδο αποκλείοντας κάθε ελπίδα λύτρωσης.
Είναι γνωστές οι σκηνογραφικές ικανότητες της Εύας Νάθενα αλλά εδώ ξεπερνά τον εαυτό της σε αισθητική τελειότητα! Σκηνικά και κοστούμια συνθέτουν ένα αλλόκοσμο σύμπαν που υποβάλλει τον θεατή σε ένα κλίμα τρόμου που τονίζεται ακόμη περισσότερο από τις μουσικές του Δημήτρη Παπαδημητρίου, ανάμεσα σε παράδοση και electronica. Εξάλλου η φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη είναι από μόνη της ένα τεράστιο masterclass που απογειώνει οπτικά την ταινία. Τι άλλο να πούμε και τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σε αυτό το φόρο τιμής σε έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της νεότερης Ελλάδας που το έργο του αποδεικνύεται τόσο επίκαιρο στις μέρες μας. Συνοψίζοντας ωστόσο να πούμε ότι πολλοί θα τη δουν αλλά και πολλοί θα επιστρέψουν να την ξαναδούν αυτή τη Φόνισσα, μια σπουδαία παραγωγή που θα έστεκε άνετα και περήφανα δίπλα σε κάθε οσκαρική παραγωγή μεγάλων προδιαγραφών.
Τάσος Ντερτιλής
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα grandmagazine.gr