Μενού

ΤΕΡΑΣ, ΤΟ - Ιφιγένεια Καλαντζή

1818 4

Ο καθένας μπορεί να έχει μερίδιο στην ευτυχία

Από τους λίγους σκηνοθέτες, με πρωταγωνιστές παιδιά, ο 61χρονος Ιάπωνας Χιροκάζου Κόρε Έντα καταγράφει με εμφανή ευγένεια τις συνέπειες της φτώχειας στην επιβίωση εγκαταλελειμμένων παιδιών, όπως στο «Κανείς δεν ξέρει» (Χρυσός Φοίνικας 2004), ανιχνεύοντας παράλληλα σύγχρονες προσεγγίσεις του θεσμού της οικογένειας, με επίκεντρο την αλληλεγγύη, επηρεασμένος από το ανθρωποκεντρικό σινεμά του Κεν Λόουτς. Με αναφορές στον ιταλικό νεορεαλισμό και την ανεπιτήδευτη ειλικρίνεια του Μάρκο Φερέρι, ο Κόρε Έντα εμπνέεται από τους σπουδαίους συμπατριώτες του Όζου και Ναρούζε, ενώ βασική επιρροή για την ταινία του «Κλέφτες καταστημάτων» (Χρυσός Φοίνικας 2018) αποτέλεσε «Το αγόρι» (1969 / Οσίμα).

Στη νέα του ταινία «Το τέρας», που εστιάζει στον ενδοσχολικό εκφοβισμό, καταγγέλλοντας το διασυρμό και την κατακραυγή, απέναντι στο διαφορετικό, συνεργάστηκε με τον Γιούτζι Σακαμότο στο σενάριο, αποσπώντας βραβείο καλύτερου σεναρίου στις Κάννες.

Σε συναισθηματική σύγχυση, ο Μινάτο, μαθητής δημοτικού, θεωρεί πως είναι τέρας, πεπεισμένος ότι έχουν ανταλλάξει τον εγκέφαλό του με αυτόν ενός γουρουνιού. Ανήσυχη η χήρα μητέρα του θεωρεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του γιου της, πως αυτά είναι λόγια του νέου δάσκαλου. Όταν ο Μινάτο επιστρέφει με τραυματισμένο αυτί, ενισχύεται η πεποίθησή της για την ευθύνη του δασκάλου, οπότε πηγαίνει στο σχολείο, απαιτώντας εξηγήσεις. Εκεί, συναντά την διευθύντρια σκυμμένη, να καθαρίζει το πάτωμα του σχολείου, σαν κοινή καθαρίστρια, ενώ προηγουμένως την είχε δει να βάζει τρικλοποδιά σε ένα κοριτσάκι. Οι φήμες οργιάζουν πως ενώ η διευθύντρια ευθύνεται για το θάνατο της εγγονούλας της, έβαλε στη φυλακή τον άντρα της, για να γλιτώσει την υπόληψή της. Η διευθύντρια συμβουλεύει τον δάσκαλο να ζητήσει συγγνώμη, για να μην δυσφημιστεί το σχολείο, αν αποβληθεί μαθητής για εκφοβισμό. Ευαίσθητος και ευγενικός με τους μαθητές του ο δάσκαλος, όταν χαρακτηρίζεται κακοποιητικός από την τοπική εφημερίδα, ζητά συντετριμμένος εξηγήσεις από τον Μινάτο. Επιχειρεί επίσης να μιλήσει στον πατέρα τού μικροκαμωμένου και πάντα χαμογελαστού Γιόρι, θύματος άγριων πειραγμάτων στο σχολείο, πεπεισμένος για την ενοχή του Μινάτο, λόγω αποσπασματικών συμπτώσεων. Όταν όμως ένα μπαρ πιάνει φωτιά, διαδίδονται φήμες πως εκεί πήγαινε ο δάσκαλος, αναζητώντας γυναίκες. Μέσα σε αυτή τη σύγχυση συμπεριφορών, κουτσομπολιών και παρερμηνειών, τα δυο αγόρια εξαφανίζονται, ενώ ανακοινώνεται εκτάκτως σφοδρή καταιγίδα.

Ο αθεράπευτος λυρισμός της ταινίας ενισχύεται από τις θλιμμένες πιανιστικές μελωδίες της πρωτότυπης μουσικής του διακεκριμένου Ριουίτσι Σακαμότο, στην τελευταία του σύνθεση για το σινεμά, καθώς απεβίωσε μόλις τον περασμένο Μάρτιο, στα 71 χρόνια του.

Ανακαλώντας τη θεματική του σπαραξικάρδιου «Close» (2022 / Λούκας Ντόντ), σε μια ωστόσο διαφορετική αισιόδοξη αντιμετώπιση από τον Κόρε Έντα, που εκμαιεύει καθηλωτικές ερμηνείες από τα δυο παιδιά, αναδύεται η ιστορία του πρώτου παιδικού έρωτα ανάμεσα σε δυο αγόρια, μέσα από παρεξηγήσεις, συμπτώσεις και σεναριακές ανατροπές. Όσο το ένα αντιστέκεται στην επιβολή του πατέρα πως χρειάζεται θεραπεία, το άλλο, ανήμπορο να διαχειριστεί την κοινωνική κατακραυγή μιας τέτοιας επιλογής, φλερτάρει με μακάβριες σκέψεις, προκειμένου να αντιμετωπίσει την έλξη του για τον συμμαθητή του.

Σε αντίστοιχη αφηγηματική δομή με το «Ρασομόν» (1950 / Ακίρα Κουροσάβα), η πολύπλευρη ανάπτυξη μιας ιστορίας, μέσα από τρεις διαδοχικά εκδοχές, αρχικά της μητέρας, στη συνέχεια του δασκάλου και στο τέλος των δυο συμμαθητών, φωτίζει κάθε φορά τα γεγονότα από διαφορετική οπτική, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα βαθύτερα αίτια.

Στην τρίτη εκδοχή παρουσιάζεται αποσπασματικά η δυνατή φιλία Μινάτο και Γιόρι, στις εξορμήσεις τους στην εξοχή. Στο ρέμα έξω από την πόλη, ανάμεσα σε καταπράσινη φύση, μετατρέπουν ένα εγκαταλελειμμένο βαγόνι στο δικό τους καταφύγιο, όπου μπορούν ελεύθερα να μιλήσουν, να γελάσουν και να παίξουν, μακριά από τα επικριτικά βλέμματα των νταήδων συμμαθητών τους. Σε ηλικία υπαρξιακών αναζητήσεων, θάβουν τελετουργικά ένα νεκρό γατάκι, αναφορά στο αριστουργηματικό «Τα απαγορευμένα παιχνίδια» (1952 / Ρενέ Κλεμάν), διαπιστώνοντας το τελεσίδικο γεγονός του θανάτου, με τον έρωτα να ενεργοποιείται ως αντανακλαστικό επιβίωσης. Στην κρίσιμη φάση αυτοπροσδιορισμού τους, τα δυο αγόρια διερωτώνται σε τι μορφή θα αναγεννηθούν και συζητούν για τις εκρήξεις μπιγκ μπανγκ, διαπιστώνοντας πως ακόμα και το σύμπαν, που εκτείνεται σε άπειρο χώρο και χρόνο, υπόκειται σε μια αέναη αναγέννηση, μέσα από διαδικασίες συστολής -διαστολής. Συγκινητική παρουσιάζεται και η αλληλεγγύη που αναπτύσσουν, με το μοίρασμα ενός ζευγαριού παπουτσιών, όταν ο ένας τους αναγκάζεται να γυρίσει ξυπόλυτος.

Παράλληλα, στα χνάρια του Χίτσκοκ, η σπονδυλωτή πλοκή περιστρέφεται γύρω από μερικά αντικείμενα, όπως ένας αναπτήρας που αλλάζει χέρια ή ένα θερμός με λερωμένο νερό, που αρχικά φορτίζονται με συγκεκριμένη σημασία, αποκαλύπτοντας μονάχα στο τέλος τον ρόλο τους. Σε ένα πυκνό παζλ, τα αναπάντητα ερωτήματα βρίσκουν σιγά-σιγά τη θέση που τους αρμόζει, συνθέτοντας τη μεγάλη εικόνα, με όλες τις επιμέρους λεπτομέρειες, που ωστόσο αν κανείς τις μεγεθύνει ξεχωριστά καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το αγόρι που βρέθηκε αρχικά γονατισμένο στο δρόμο να προσπαθεί να βάλει το παπούτσι του, υπό άλλη οπτική γωνία, αποσαφηνίζεται πως είχε σπρωχτεί βίαια επίτηδες. Ακόμα και μερικές φράσεις λειτουργούν σαν χαλασμένο τηλέφωνο, δημιουργώντας παρερμηνείες, σε έναν αναστοχασμό, για τον αγελαίο τρόπο που αγκαλιάζονται μαζικά στερεοτυπικές αντιλήψεις, συνθλίβοντας το άτομο σε μια κοινωνία που καταδικάζει οτιδήποτε ξεφεύγει από τις νόρμες. Εντείνοντας μυστήριο και αγωνία, ξετυλίγεται σταδιακά ένα κουβάρι παρεξηγήσεων σε απόκλιση από την εύθραυστη αλήθεια, που αποκαθίσταται σε μια συνολική της ανασύνθεση. Επιχειρώντας ο Μινάτο να εμποδίσει τη συστηματική παρενόχληση του αδύναμου Γιόρι, προσπαθεί να τον γνωρίσει, όμως τρέμει τις αντιδράσεις των συμμαθητών του, αφού τελικά στοχοποιείται ο ίδιος.

Σε κοντινά πλάνα αιχμαλωτίζονται συμβολικά στοιχεία, όπως τα χρυσόψαρα του δάσκαλου, ενώ επιστρατεύεται και το αντιθετικό δίπολο νερό-φωτιά, δυο εξαγνιστικά στοιχεία που εντείνουν την επικινδυνότητα. Η πυρκαγιά στην αρχή αποτελεί χρονικό σημείο, που επανέρχεται σηματοδοτώντας την έναρξη διαφορετικής εκδοχής, ενώ η σφοδρή καταιγίδα στο τέλος δραματοποιεί την μπερδεμένη υπόθεση εντείνοντας κατακόρυφα την αγωνία. Αποδεικτικό στοιχείο του κρυφού έρωτα η ανάποδη γραφή των ονομάτων, που λειτουργεί σαν κωδικοποιημένη ερωτική αποστολή, ακριβώς όπως και όλα τα επιμέρους στοιχεία στην ταινία, που αρχικά παρερμηνεύονται, αποκαλύπτοντας τη σωστή διάσταση στο τέλος.

Ο αθεράπευτος λυρισμός της ταινίας ενισχύεται από τις θλιμμένες πιανιστικές μελωδίες της πρωτότυπης μουσικής του διακεκριμένου Ριουίτσι Σακαμότο, στην τελευταία του σύνθεση για το σινεμά, καθώς απεβίωσε μόλις τον περασμένο Μάρτιο, στα 71 χρόνια του. Παίζοντας με την έννοια του μακάβριου, ο σκηνοθέτης φλερτάρει σε δυο σκηνές με την αυτοχειρία, εισάγοντας το άκουσμα ατονικών χάλκινων πνευστών, με φύσημα από τρομπόνι να υποδεικνύει το συναγερμό, αποκαλύπτοντας ωστόσο στο τέλος την πραγματική συγκυρία της ηχητικής σύγχυσης. Δεν είναι τυχαίο που τα δυο αγόρια γνωρίζονται μεταφέροντας μουσικά όργανα στην αίθουσα μουσικής, εκεί όπου τελείται το πρώτο χάδι, ενώ ο Μινάτο στο τέλος συνειδητοποιείται και απελευθερώνεται, μέσα από το φύσημα στο τρομπόνι. Στο καθηλωτικό φινάλε, η αμφιλεγόμενη διευθύντρια προτρέπει τον μπερδεμένο μαθητή να αποδεχτεί ό,τι του συμβαίνει, λύνοντας δραστικά τα μάγια του φόβου. Συμβουλεύοντάς τον «να φυσήξει δυνατά στο τρομπόνι, ό,τι δεν μπορεί να πει», συμπληρώνει, φυσώντας δίπλα του στο κόρνο, «η ευτυχία ωστόσο είναι κάτι που όλοι μπορούν να έχουν», προτρέποντας το αγόρι να μην βυθιστεί στη σιωπή, αλλά να παλέψει για να κατακτήσει το δικό του μερίδιο στην ευτυχία.

Ιφιγένεια Καλαντζή 
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module