Δύο φίλοι, ο Λεόν και ο Φέλιξ, έχουν κανονίσει να περάσουν λίγες μέρες στο εξοχικό της μητέρας του δεύτερου, σε ένα δάσος κοντά στις ακτές της Βαλτικής Θάλασσας. Συγγραφέας ο μεν, φωτογράφος ο δε, αμφότεροι έχουν σκοπό να εργαστούν πάνω στις τέχνες τους, ο Λεόν για την ολοκλήρωση του δεύτερου πονήματός του, ο Φέλιξ για να δημιουργήσει το αναγκαίο πορτφόλιο για την εισαγωγή του στη σχολή Καλών Τεχνών. Στο οίκημα, ωστόσο, βρίσκεται ήδη η Νάντια, η παρουσία της οποίας θέτει σε ριζικά διαφορετική πορεία το πλάνο των δύο ανδρών.
Μετά την παραμυθικής αύρας υδάτινη «Undine», ο Κρίστιαν Πέτζολντ δοκιμάζει εκ νέου έναν καλοδεχούμενο υφολογικό πειραματισμό που τον οδηγεί σε άλλα μονοπάτια από αυτά που τον καθιέρωσαν στο διεθνές στερέωμα. Μακριά πλέον από τα μοτίβα ταυτότητας, τις ιστορίες προσωπικής λύτρωσης και τις αυστηρές κινηματογραφικές γραμμές, ο σημαντικότερος εν ενεργεία Γερμανός δημιουργός κινείται στα χνάρια του Ερίκ Ρομέρ και παραδίδει μια ταινία που μυρίζει (γερμανικό) καλοκαίρι, βουτηγμένη στη γνώριμη θερινή ραστώνη. Οι χαρακτήρες του συνδιαλέγονται ατέρμονα, χαμογελούν παιχνιδιάρικα και μοιάζουν σαν να χορεύουν στο ρυθμό της ηλιόλουστης εξοχής. Όλοι πλην του Λεόν˙ ο νεόκοπος συγγραφέας μοιάζει εξαρχής εξορισμένος από τις απολαύσεις της ζωής, βυθισμένος στις ατελείς σελίδες του, κατηφής και μυγιάγγιχτος.
Ο Λεόν είναι δέσμιος μιας ανηδονίας διπλά καταστροφικής. Αφενός, ξοδεύει τις ειδυλλιακές συνθήκες που τον περιβάλλουν στο όνομα μιας ατελέσφορης και ενοχικής προσήλωσης στη δουλειά, αποδιώχνοντας τις χαρές του φιλόξενου θέρους που μυσταγωγικά τον καλεί να αφεθεί. Αφετέρου, αποκόπτοντας τη λογοτεχνική του εργασία από τη ζωή και το βίωμα, της αφαιρεί τα ίδια της τα καύσιμα. Αντί να αντλήσει από αυτό το καλοκαιρινό διάλειμμα υλικό που θα μετουσιώσει σε καλλιτεχνική έκφραση, εξοβελίζει τις πλούσιες προσλαμβάνουσες εκτός της συγγραφικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα να στέκει μονομανώς μπροστά στις ανολοκλήρωτες σελίδες του βιβλίου του.
Αν δεν ήταν τόσο ανυπόφορος, ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας θα ήταν αξιολύπητος. Ο Πέτζολντ, όμως, φτιάχνει στο πρόσωπο του Λεόν μια συμπλεγματική φιγούρα, γεμάτο αρνητική ενέργεια και εμμονές ανωτερότητας μιας δήθεν διανοητικής υπεροχής. Δεν πρόκειται απλώς για έναν συνεσταλμένο νεαρό καλλιτέχνη που παρουσιάζει κάποια δυστοκία στην κοινωνική του συμπεριφορά. Ο Λεόν είναι επιθετικά αντιπαθής, χωρίς καν μια στρεβλή γοητεία, ένας τύπος που την πνευματικότητα τη φυλάει για το χαρτί και στην πραγματική ζωή λειτουργεί σαν φάρος ατέρμονης γκρίνιας, εριστικός και προσβλητικός. Πολλά από τα εξόφθαλμα στραβά του Λεόν αποδίδονται στην ανασφάλεια που φωλιάζει βαθιά στην ψυχή του, σαν θεμέλιο της ύπαρξής του, την οποία ο Πέτζολντ φωτίζει διακριτικά, χωρίς να καταφεύγει σε φθηνά τρικ που προκαλούν την επιδερμική ψυχολογική ανάλυσή του. Δεν παύει όμως να συμπεριφέρεται με αδικαιολόγητη αγένεια, σε βαθμό που σταδιακά προσεγγίζει το γκροτέσκο και εν τέλει αφήνει έκθετη την προσπάθεια του δημιουργού να τον οδηγήσει σε ένα σημείο συναισθηματικής ωρίμανσης.
Συνολικά, ο «Κόκκινος Ουρανός» είναι ένα φιλμ αβίαστης ροής και κωμικών αποχρώσεων στη βάσης της δραματικής του ιστορίας. Συνεχίζοντας την κινηματογραφική περιδιάβασή του στα στοιχεία της φύσης, ο Πέτζολντ θέτει τη φωτιά σε ρόλο επικείμενου κακού που κοντοζυγώνει υπό τη ραθυμία των νεαρών και παρουσιάζεται καλλιεπής αλλά δίχως εστετισμό. Στέκει βέβαια πιο συγκαταβατικός από όσο αρχικά υπόσχεται απέναντι στον βασικό του ήρωα, δικαιώνοντας τις στρυφνές ιδιοτροπίες του, αλλά εν τέλει φτιάχνει μια συμπαγή αφήγηση, χάρη στην τονική ομοιογένειά της.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr