Ένα κτίριο που δεσπόζει στο κέντρο μιας ανήσυχης πόλης και στεγάζει κακόφημα στέκια παραδίδεται στις φλόγες μέσα στην άγρια νύχτα. Την ίδια στιγμή, μια φωτιά με πολλαπλές εστίες ετοιμάζεται να ξεσπάσει, ενώνοντας τις τύχες και τις μοίρες ανθρώπων που παλεύουν απέναντι στο ίδιο Τέρας: την κόλαση των Άλλων και τη βασανιστική αμφιβολία απέναντι στα όσα νιώθουν και επιθυμούν. Έπειτα από μία σύντομη περιπλάνηση στη Γαλλία (Η αλήθεια, 2019) και στη Νότια Κορέα (Τυχερό αστέρι, 2022), ο Χιροκάζου Κόρε-έντα επιστρέφει στην Ιαπωνία, σκηνοθετεί για πρώτη φορά ύστερα από το Maborosi (1995) ένα σενάριο που δεν είναι (εξ ολοκλήρου) δικό του και τυλίγει το εναρκτήριο σκέλος της ιστορίας σε ένα αδιαπέραστο πέπλο μυστηρίου. Λακωνικά και υπαινικτικά -ίσως και σε υπερβολικό βαθμό ανά στιγμές, σε σημείο που η αφαιρετικότητα μπλέκεται πού και πού με την ασάφεια- το Monster πλάθει ένα υφαντό παραπλάνησης, φτιαγμένο από αλληλοσυγκρουόμενες αλήθειες που περισσότερο συσκοτίζουν τη μεγάλη εικόνα παρά τη φέρνουν στο φως.
Ένα νεαρό αγόρι, που παλεύει με το ακόμη ασχημάτιστο πένθος για τον θάνατο του πατέρα του, παρουσιάζει μια σειρά από ανεξήγητες και προβληματικές συμπεριφορές. Έχει πέσει άραγε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο ή μήπως έχει εκείνος τον ρόλο του θύτη; Σύμφωνα με τις σκόρπιες ενδείξεις αμφότερα τα σενάρια δείχνουν να ευσταθούν, οι στέρεες αποδείξεις όμως απουσιάζουν, δίνοντας χώρο για αμέτρητες εικασίες. Η νεαρή του μητέρα πασχίζει να τον καταλάβει και να αντιπαρέλθει τη συγκαταβατική και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της σχολικής διεύθυνσης (η χαροκαμένη και τσακισμένη από τις τύψεις διευθύντρια ξεπροβάλλει σταδιακά ως ο πιο σπαρακτικός χαρακτήρας της ταινίας). Πάνω απ’ όλα, καλείται να αναμετρηθεί με τη δική της ανασφάλεια για το αν ανταποκρίνεται επαρκώς στον ρόλο της, αλλά και με τις ταμπέλες που πρόθυμα της φορτώνουν τα κοινωνικά στερεότυπα. Ένας νιόφερτος καθηγητής, με «χαμόγελο που τρομάζει τα παιδιά», αγωνίζεται να αποδείξει πως δεν είναι ελέφαντας, πέφτοντας συγχρόνως θύμα των δικών του καλών προθέσεων. Όσο περισσότερο προσπαθεί και επιμένει τόσο βλέπει το νήμα της ζωής του να αποσυντίθεται, σαν ρούχο που πιάστηκε σε καρφί και ξεχειλώνει απότομα.
Με την εμφάνιση ενός μικρότερου αγοριού, που αποδέχεται στωικά τη θέση του παρία και τον χλευασμό για τη διαφορετικότητά του, το επιμύθιο γίνεται σαφές: το άθροισμα της αλήθειας αποδεικνύεται πολύ πιο σύνθετη υπόθεση από το επιμέρους μέτρημα της κάθε οπτικής. Υιοθετώντας μια α λα Ρασομόν αφηματική κατάστρωση, με θαυμαστή πολυφωνική δομή, ο Κόρε-έντε επιστρέφει ξανά και ξανά στα κομβικά σημεία, φωτίζοντας κάθε φορά τα ίδια γεγονότα από διαφορετική σκοπιά και μέσα από ένα καινούργιο βλέμμα. Ενέργειες φαινομενικά κακόβουλες και επιθετικές μεταμορφώνονται σε πράξεις καλοσύνης, ενσυναίσθησης και τρυφερότητας. Παράλληλα, το εκκρεμές και συγκεχυμένο ερώτημα για το κρυμμένο «τέρας» που κινεί τα νήματα της ιστορίας σιγά σιγά ξεθωριάζει και αποκαθηλώνεται. Από μακριά και με βιασύνη, ο καθένας από εμάς μπορεί να φανεί τέρας στα μάτια των άλλων και αντίστροφα. Αντιθέτως, η κατανόηση και η εμπιστοσύνη απαιτούν παντού και πάντα χρόνο, κόπο και προσπάθεια.
Αδιαπραγμάτευτα πιστός στην ουμανιστική του οπτική, ο Κόρε-έντα διατρέχει -έστω και συνοπτικά- όλες τις σταθερές θεματικές του. Από τον υπερβατικό ορισμό της οικογένειας, το ασήκωτο φορτίο της ενοχής και τη διαχείριση της απώλειας, μέχρι την αδυναμία των επίσημων θεσμών και κανόνων να αφουγκραστούν τα ανθρώπινα δράματα, τις υποδόριες αντιφάσεις της ιαπωνικής κοινωνίας και την αστική αποξένωση που πηγαίνει πακέτο με την υπαρξιακή μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου. Και παρά τις μικρές παραφωνίες, όπως τις υπερβολικά χαλαρές ραφές στο σενάριο και τα αλλεπάλληλα (μικρο)άλματα πίστης που ζητά επίμονα από τον θεατή, βρίσκει και πάλι τον τρόπο να σου γδάρει την καρδιά στις πιο ανύποπτες στιγμές, ιδίως στο καταληκτικό σκέλος της ταινίας, όπου ξεδιπλώνεται με σταθερό βηματισμό ο δεσμός που συνδέει τα δύο αγόρια.
Σε μια πανέξυπνη αναστροφή του φαινομενικού πυρήνα της πλοκής ο Κόρε-έντα επιλέγει να προσπεράσει τα σκοτάδια που μας μετατρέπουν σε τέρατα, όχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί ο δικός του προορισμός δεν είναι ποτέ η αποκτήνωση παρά μόνο η ανθρωπιά: όλα εκείνα τα μικρά, ανεπαίσθητα και βαρυσήμαντα που καταλήγουν νομοτελειακά στο νοιάξιμο και στο άγγιγμα. Πατώντας και με τα δύο πόδια στη σιντοϊστική παράδοση της ατέρμονης αναγέννησης, ο Κόρε-έντα μάς επιφυλάσσει το ύψιστο προνόμιο. Σε έναν κόσμο όπου κυβερνούν ο πόνος και η στεναχώρια δεν είναι ποτέ πολύ αργά, αλλά ούτε και πολύ νωρίς, για να ξαναγεννηθούμε, για να ριχτούμε στη ζωή από την αρχή, ολόιδιοι μα ολότελα αλλαγμένοι. Σε ένα φινάλε ορθάνοιχτο και διφορούμενο, η απόλυτη τραγωδία συνυπάρχει αρμονικά με την πιο λαμπερή ελπίδα. Τελικά, εκεί έξω δεν υπάρχουν τέρατα, αλλά μονάχα άνθρωποι.
Τι πιο τρομακτικό. Τι πιο καθησυχαστικό.
Γιώργος Παπαδημητρίου
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinedogs.gr