Η απόφαση νεαρής μητέρας να ζητήσει εξηγήσεις από τον δάσκαλο του παιδιού της, σχετικά με τη φερόμενη ως κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι του, ξεκινά ένα domino αποκαλύψεων για όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση.
Η επιστροφή του Χιροκάζου Κόρε-Έντα στα πάτρια ιαπωνικά εδάφη, έπειτα από την γαλλική και την κορεάτικη περιπλάνηση της «Αλήθειας» (2019) και του «Τυχερού Αστεριού» (2022) αντίστοιχα, μοιάζει σαν γυρισμός στην «ασφάλεια», η οποία ήταν φανερό πως του είχε λείψει στις δύο ταινίες που ακολούθησαν τον Χρυσό Φοίνικα του «Κλέφτες Καταστημάτων» (2018). Ο γυρισμός στο σπίτι χαιρετίστηκε ως αναγέννηση του Ιάπωνα auteur, γεγονός που επισφραγίστηκε με το βραβείο σεναρίου των φετινών Καννών, αλλά και το (σχετικά) νεόκοπο Queer Palm του ίδιου Φεστιβάλ. Επειδή έχω σε μεγάλη εκτίμηση το σύνολο της «ιαπωνικής» φιλμογραφίας του Κόρε-Έντα, θα ήθελα πολύ να συμμεριστώ τον θαυμασμό της παγκόσμιας κριτικής για «Το Τέρας», όμως… δυστυχώς, τούτο το νέο του φιλμ μόνο σε κάποια κομμάτια μού θύμισε τις παλιές καλές του μέρες.
Επιθυμώντας να παραμείνει σε τροχιά διαφοροποίησης από τα συνήθη του, ο Κόρε-Έντα για δεύτερη μόλις φορά στην καριέρα του δεν υπογράφει ο ίδιος το σενάριο μιας ταινίας του, αλλά εμπιστεύεται τον συμπατριώτη του Γιούτζι Σακαμότο (η πρώτη του φορά αφορούσε το ντεμπούτο «Maborosi», από το μακρινό 1995). Εκ πρώτης όψεως, ο τηλεοπτικής (βασικά) φήμης γραφιάς δείχνει πως έχει πιάσει το γενικότερο πνεύμα που διέπει τις ταινίες του σκηνοθέτη, αντιστρέφοντας μάλιστα την… αναμενόμενη θεματολογία τους. Ενώ όλα σχεδόν τα φιλμ του Κόρε-Έντα αφορούν κακόβουλους ενήλικες που εκμεταλλεύονται παιδιά με οποιοδήποτε δυσάρεστο τρόπο, εδώ είναι οι ενέργειες των παιδιών που φέρνουν σε δυσάρεστη θέση τους ενήλικες. Η συνθήκη αυτή ακολουθεί μία αλά «Ρασομόν» (1950) σεναριακή πορεία, καθώς τα ίδια γεγονότα περιγράφονται από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, η κάθε μία εκ των οποίων (φαινομενικά) ανατρέπει την προηγούμενη. Τούτη η προσέγγιση προσδίδει στο στόρι ακόμα και μία θριλερικού τύπου διάσταση, εν μέσω σειράς παρεξηγήσεων και ψεμάτων. Ατυχώς, η συγκεκριμένη δυναμική ξεθυμαίνει ολοσχερώς λίγο μετά το μέσον του φιλμ, όταν σκηνοθέτης και σεναριογράφος αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν τα πάντα, εκτροχιάζοντας την πλοκή από την αμφίσημη πορεία που είχε αναπτυχθεί, ενώ από την άλλη δημιουργούνται απορίες γι’ αυτή καθαυτή την αναγκαιότητα του επιλεγμένου τρόπου αφήγησης.
Με σημείο αναφοράς μια πυρκαγιά, ο Κόρε-Έντα ξεκινά να ξεδιπλώνει την «τριπλή» αφήγησή του, συστήνοντας χήρα μητέρα η οποία σοκάρεται από την (τουλάχιστον) παράξενη συμπεριφορά του δεκάχρονου γιου της. Η εξομολόγηση του μικρού Μινάτο, ότι ο δάσκαλός του, κύριος Χόρι, τον χτύπησε και τον εξύβρισε, την φέρνει στο γραφείο της Διευθύντριας του σχολείου του, όπου αντί εξηγήσεων βρίσκεται ενώπιον μιας αλλόκοτης συμπεριφοράς, τόσο από τη Διεύθυνση, όσο και από τους δασκάλους. Το μυστήριο που πλανάται σχετικά με σκοπούς και κίνητρα φέρνει σταδιακά στο προσκήνιο της πλοκής δάσκαλο και Διευθύντρια, με «baladeur» αθώο συμμαθητή του Μινάτο, ο οποίος ταλαιπωρείται τόσο από τους άλλους μαθητές της τάξης, όσο και από τον προβληματικής συμπεριφοράς (λόγω αλκοόλ) πατέρα του. Τίποτα δεν είναι όπως εξαρχής φαίνεται, μέχρι τουλάχιστον την αποκαλυπτική ανατροπή (την οποία «καρφώνει» το Queer βραβείο!), η οποία έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους με τρόπο που ναι μεν φανερώνει ελπίδα, εν τούτοις, σηκώνει αρκετή κουβέντα ως προς τη σκοπιμότητά της.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να βγει εκτός ελέγχου υιοθετώντας συμπεριφορές που δεν αρμόζουν, οι λανθασμένες επιλογές του, όμως, οφείλουν να παρουσιάζονται με τρόπο πειστικό και κατανοητό. Τα ψέματα στα οποία τα παιδιά καταφεύγουν για να ξεφύγουν από μία άβολη κατάσταση είναι κάτι το σύνηθες, «Το Τέρας» όμως δεν ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τις συνέπειες αυτών των ψεμάτων, παρά τις θέτει υπό το μικροσκόπιο της ιαπωνικής εθιμοτυπίας, όπου ο κομφορμισμός στέκει ως ο υπέρτατος κανόνας. Τούτη η σεναριακή προσέγγιση οδηγεί ενίοτε σε αποφάσεις που δεν δικαιολογούνται ιδιαίτερα (ειδικά σε ό,τι αφορά τον κύριο Χόρι), ενώ τα βεβιασμένα συμπεράσματα στα οποία ο ίδιος ο τρόπος της αφήγησης οδηγεί τον θεατή να βγάλει, αποσπά την προσοχή από τους βασικούς προβληματισμούς του εκφοβισμού ή της ανυπόστατης διασποράς φημών, επιχειρώντας να δημιουργήσει ένα αχρείαστο (τελικά) κλίμα μυστηρίου. Πόσω μάλλον όταν το τελευταίο εξαφανίζεται από ένα σημείο κι έπειτα, προτάσσοντας σημειολογικές καταιγίδες και… «art-house» νωχελικότητα.
Συν τοις άλλοις, το ομοφυλοφιλικό στοιχείο της «ανατροπής» αφήνει μια βαριά αίσθηση gay καπηλείας που δεν συνάδει και τόσο με το αγνό οικογενειακό δράμα του σινεμά του Κόρε-Έντα. Η εξαντλητική και πλήρης εξήγηση των γεγονότων (τα οποία, σε αντίθεση με το πρότυπο του «Ρασομόν», δεν αλλάζουν επί της ουσίας, παρά μόνο σε ό,τι αφορά την οπτική τους), καθώς και το άγαρμπο (κατά τη γνώμη μου) queer στοιχείο παρασύρουν «Το Τέρας» σε μονοπάτια hype και όχι ουσίας. Ο παροιμιώδης ανθρωπισμός του Κόρε-Έντα φλερτάρει εδώ με την εκμετάλλευση της σύγχρονης «ορθότητας», έστω δίχως να παρασύρεται σε κραυγαλέες ακρότητες (κάτι που, ευτυχώς, δεν συνηθίζει να κάνει ο Ιάπωνας σκηνοθέτης).
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr