Καθώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, Σενεγαλέζος πατέρας κατατάσσεται εθελοντικά στον γαλλικό στρατό ελπίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να προστατεύσει τον δεκαεπτάχρονο γιο του, ο οποίος στρατολογήθηκε με το ζόρι από τους αποικιοκράτες Γάλλους. Κρατώντας κρυφό τον δεσμό που τους ενώνει, βρίσκονται από τη μια στιγμή στην άλλη να μάχονται στα χαρακώματα των γαλλογερμανικών συνόρων, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα.
Με μια ξεχασμένη παράμετρο της αποικιοκρατικής πολιτικής των ευρωπαϊκών χωρών καταπιάνεται «Ο Πατέρας του Στρατιώτη». Καθώς οι απώλειες στα πεδία των μαχών του Μεγάλου Πολέμου ήταν σχεδόν ολοκληρωτικές, οι Γάλλοι (εν προκειμένω) στρατολογούσαν με τη βία ακόμα και ανήλικα παιδιά από τις αφρικανικές τους αποικίες, στέλνοντάς τα να πολεμήσουν (έπειτα από μία υποτυπώδη εκπαίδευση) στο Βερντέν και στο Σομμ. Ο σεναγαλέζικης καταγωγής ηθοποιός Ομάρ Σι πιθανότατα να είδε πίσω από το στόρι του φιλμ κάτι που αφορούσε τη συλλογική μνήμη της πατρίδας των προγόνων του, αναλαμβάνοντας όχι μόνο να πρωταγωνιστήσει (σ’ έναν ασυνήθιστο γι’ αυτόν δραματικό ρόλο), αλλά εκτελώντας και χρέη παραγωγού. Το αποτέλεσμα δεν μπορώ να πω πως δικαιώνει τις ευγενείς προθέσεις του, αφού η φτώχεια της παραγωγής από τη μία και το ιδιαιτέρως «στρογγυλοποιημένο» σενάριο από την άλλη, του βάζουν γερή τρικλοποδιά.
Η ταινία ξεκινά με στιγμιότυπα από την folklore ηρεμία της αφρικανικής οικογενειακής ζωής, επιχειρώντας να δημιουργήσει μια εύκολη αντιδιαστολή με τη μεγάλη καταιγίδα που έρχεται. Αμέσως μπαίνει στο κυρίως θέμα με τη στρατολόγηση (εθελοντική ή μη) και την άφιξη στα λασπωμένα χαρακώματα του μετώπου, για να εγκλωβιστεί εξίσου γρήγορα σ’ ένα καταστασιακό σύγκρουσης μεταξύ πατέρα και γιου, αφού ο πρώτος έχει ως μοναδικό του στόχο την λιποταξία και των δύο και την επιστροφή στο σπίτι, ενώ ο δεύτερος γλυκαίνεται σταδιακά από το βαθμό του δεκανέα που του απονέμεται και τη σχετική δύναμη εξουσίας που απολαμβάνει (ακόμα και απέναντι στον μπαμπά του!), κάνοντας σαφείς δεύτερες σκέψεις παραμονής και ανέλιξης στο στράτευμα. Η υπόσχεση των Γάλλων, δε, πως άπαντες όσοι πολεμήσουν για την tricolore θα λάβουν γαλλικό διαβατήριο και τα αντίστοιχα προνόμια ενός Γάλλου πολίτη, φαίνεται να λειτουργεί ως ισχυρό δέλεαρ γι’ αυτόν.
Είναι γνωστό πως στους Γάλλους αρέσει το κρασί, εν τούτοις, στο συγκεκριμένο σεναριακό απόσταγμα έχουν ρίξει πολύ… νερό! Από τη μία θέλουμε να προβάλουμε τα αποικιοκρατικά εγκλήματα του περασμένου αιώνα και την άγρια εκμετάλλευση των μαύρων από τους λευκούς, όμως, από την άλλη να μην ξεχνάμε πως κατά βάθος… χάρη τους κάναμε, αφού τους δώσαμε την ευκαιρία να γίνουν αυθεντικοί Γάλλοι και να ξεχάσουν ένδεια και σκοτούρες της αφρικανικής υπαίθρου! Ο ενθουσιασμός που επικρατεί στους νεαρούς Σενεγαλέζους στο άκουσμα αυτής της προοπτικής είναι σχεδόν εξωφρενικός, πόσω μάλλον αν αναλογιστεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν να ελπίζουν στην «απόλαυση» αυτής της τιμής. Το στόρι από ένα σημείο κι έπειτα βουτάει στα νερά του μελοδράματος (οι μάχες αυτές καθαυτές δεν αφορούν και τόσο), καταφέρνοντας σε κάποια σκόρπια (έστω) σημεία του ν’ αναδείξει το μάταιο του πολέμου, αλλά και την παραδοχή πως η μαμά Γαλλία δεν στάθηκε πάντα στο ύψος των περιστάσεων έναντι όσων έχυσαν το αίμα τους για πάρτη της. Το φινάλε, βέβαια, με το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη χρυσώνει το χάπι σε κραυγαλέο βαθμό, εκτός κι αν το συγκεκριμένο «εύρημα» εκληφθεί ως συμβολική απόδοση τιμών και αναγνώριση των παρελθόντων αποικιοκρατικών εγκλημάτων. Δεν παύει, όμως, να είναι περισσότερο γραφικό από συγκινητικό.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Προσπάθεια ανάδειξης μιας ξεχασμένης σελίδας της αποικιοκρατικής πολιτικής του 20ου αιώνα, που όμως ακολουθεί έναν αφελή και αδέξιο δρόμο. Διδακτισμός και καλή καρδιά αντί για αληθινή καταγγελία, που κυλά αβίαστα όπως στα… παραμύθια. Ως καταγραφή γεγονότων, πάντως, παρουσιάζει κάτι σπάνιο και σίγουρα άγνωστο. Ας σημειωθεί η χαμηλότονη παρουσία του Ομάρ Σι, όπως και το αδιάφορο score του Αλεξάντρ Ντεσπλά.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr