Πολυδιάστατη κι εγκεφαλική η νέα δημιουργία του Todd Haynes, με ένα ιδιόμορφο ειρωνικό χιούμορ ανά σημεία, που έχει μεν ως αφετηρία μια σχέση στηριγμένη πάνω σε θεμέλια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «αντικανονικά», αλλά καταλήγει να αγγίζει και άλλες θεματικές, κάποιες περισσότερο και κάποιες λιγότερο: τη φύση της διασημότητας και πώς αυτή διαμορφώνει σε βάθος χρόνου τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου, το πώς τα έμφυλα στερεότυπα τελικά εγκλωβίζουν και διαβρώνουν την ταυτότητα του ατόμου και τη δυσκολία του να φτάσει κανείς στον πυρήνα μιας αλήθειας μεταξύ άλλων. Είναι ένα αποστασιοποιημένο φιλμ, που βάζει τον θεατή στη θέση του παρατηρητή και όχι του κοινωνού, κάτι που μπορεί να ξενίσει μια μερίδα του κοινού που προτιμά πιο συναισθηματικές αφηγήσεις. Σίγουρα όμως υπάρχει πολύ «ζουμί» πίσω από τις καταστάσεις που καταγράφονται και στις σκηνοθετικές επιλογές του Haynes, γεγονός που εγγυάται την πνευματική ικανοποίηση.
Κάτι που επανέρχεται μέχρι και ως οπτικό μοτίβο είναι ότι οι δυο γυναίκες πρωταγωνίστριες αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος, η μία καθρεφτίζεται στην άλλη και τούμπαλιν. Αμφότερες έμαθαν να ζουν με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω τους, έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες, χτίζοντας μια δημόσια εικόνα φτιαγμένη έτσι ώστε να προστατεύει την αληθινή προσωπικότητά τους από μια καταστροφική για τις ίδιες έκθεση, και στο πέρασμα των ετών κατάφεραν να μάθουν το «παιχνίδι» με τρόπο τέτοιο ώστε να επιβιώνουν, αν και όχι χωρίς να πληρώσουν ένα τίμημα. Η έμμεση σύγκρουση ανάμεσά τους, που ποτέ δεν εξωτερικεύεται ως μια έχθρα με βέλη που εκτοξεύονται ξεκάθαρα από τη μία κατεύθυνση στην άλλη, αλλά φανερώνεται από συμπεριφορές αρχικά μικρές και αργότερα πιο σημαντικές, ίσως και να είναι μια εσωτερική πάλη για την καθεμία απέναντι σε όλες εκείνες τις πλευρές του εαυτού τους με τις οποίες δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ και τις οποίες αντικρίζουν στο πρόσωπο με το οποίο αλληλεπιδρούν. Και παρότι κατά τη διάρκεια της πλοκής προχωρούν σε χειρονομίες κι ενέργειες που είναι φορτισμένες αρνητικά σε ένα ηθικό επίπεδο, καθίσταται σαφές μέσα από διάφορα στοιχεία πως στην πραγματικότητα είναι και αυτές θύματα ενός συστήματος που τις υπερβαίνει κι επεκτείνεται παντού, από την οικογένεια μέχρι τα ΜΜΕ.
Το σενάριο των Samy Burch και Alex Mechanik πολύ σωστά δεν δίνει μασημένη τροφή προς εύκολη κατάποση, αφήνοντας πολλά πεδία εσκεμμένα «γκρίζα» έτσι ώστε να δώσει έμφαση σε μια επίπονη αλλά ουσιαστική αλήθεια: συχνά στη ζωή πορευόμαστε με ό,τι επιλέγουμε να κρατήσουμε ως αληθινό από πολλές, αντικρουόμενες μεταξύ τους αφηγήσεις χωρίς να ξέρουμε τι πραγματικά ισχύει. Αυτήν την πεποίθηση ο Haynes την επεκτείνει δια της πλαγίας οδού και στον τομέα του πώς θα έπρεπε να λειτουργεί η τέχνη, όχι ως ένας μονόδρομος που οδηγεί σε ένα οριστικό συμπέρασμα που έχει επιλέξει από πριν ο δημιουργός αλλά ως μια συλλογή πολλών οπτικών γωνιών που συνθέτουν μια τελική εικόνα που ενδέχεται να διαφέρει από θεατή σε θεατή, κάτι που υπογραμμίζεται ιδιαίτερα από τη σκηνή των γυρισμάτων προς το φινάλε, επίτηδες γελοία για να τονίσει το ότι η μονοσήμαντη ανάγνωση μιας κατάστασης πάντα αλλοιώνει την ουσία της.
Στην ερμηνευτική μονομαχία ανάμεσα σε Natalie Portman και Julianne Moore νικήτρια είναι σίγουρα η δεύτερη, όχι μόνο λόγω εξαιρετικά προσεκτικών λεπτομερειών στις μανιέρες (από το πάντα «σφιγμένο» χαμόγελο όποτε αυτό παρουσιάζεται μέχρι το ψεύδισμα στην προφορά του «s» που είναι σαν να ξεφεύγει, φαντάζει εντελώς αβίαστο), αλλά και λόγω μιας πολύπλευρης προσέγγισης, ψυχρά υπολογιστικής αλλά και με ενσυναίσθηση εκεί που χρειάζεται, που καθιστά την ηρωίδα της αντιπαθή και αξιολύπητη συνάμα. Σίγουρα πρόκειται για τον πιο ενδιαφέροντα ρόλο της εδώ και αρκετά χρόνια, και η ίδια αξιοποιεί την ευκαιρία που της δίνεται και με το παραπάνω. Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να υποτιμηθεί το πολύ καλά ζυγισμένο πορτρέτο της Portman, που με την έντονα ελεγχόμενη εκδηλωτικότητα φανερώνει έναν χαρακτήρα που λόγω επαγγελματικής ιδιότητας έμαθε να αυτοπεριορίζεται στην καθημερινότητά του προκειμένου να προστατευτεί, αλλά και για ιδίον όφελος εύλογα.
Γενικότερα, θα έλεγε κανείς πως το «May December» δεν είναι μόνο μια μελέτη χαρακτήρων, αλλά και μια σπουδή επάνω στις δομές της αμερικανικής κοινωνίας που, ακόμη και μετά από σημαντικές κοινωνικές αλλαγές που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια με το #MeToo και όχι μόνο, κουβαλάει ακόμη παθογένειες που βλάπτουν ποικιλοτρόπως τα μέλη της. Τα περιθώρια για συναισθηματική ταύτιση είναι πολύ μικρά λόγω της ματιάς που υιοθετείται και της ιδιαιτερότητας της ιστορίας, όμως οι ανταμοιβές είναι πλούσιες για τον σινεφίλ που διαθέτει αναλυτική ματιά.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr