Σημαντικό το ότι βγαίνει από την κινηματογραφική αφάνεια μια πλευρά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που αφορά έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που στρατολογήθηκαν τότε με τη βία. Βέβαια η ταινία του Mathieu Vadepied, ενώ παρακολουθείται με ενδιαφέρον, θα μπορούσε να είναι και πιο δυνατή από τη στιγμή που καταπιάνεται με ένα θέμα σαν το συγκεκριμένο.
Η παραγωγή είναι αρκετά καλοστημένη, ακόμη κι αν δεν είναι της συνηθισμένης έκτασης ενός πολεμικού δράματος. Και τα περισσότερα από τα σημαντικά διακυβεύματα της συνθήκης που παρουσιάζεται επί της οθόνης επισημαίνονται αρκετά ξεκάθαρα, από την κρίση ταυτότητας του ατόμου που βρίσκεται διχασμένο ανάμεσα στην ιδιότητα που του αποδίδει καταναγκαστικά ένα κράτος που κυριαρχεί επάνω του και σε αυτό που πραγματικά νιώθει για τον εαυτό του, μέχρι την αυτονόητη ρευστότητα της ανθρώπινης ζωής στο πεδίο της μάχης. Η σεναριακή ανάλυση που επιχειρείται πάντως φτάνει μέχρι ένα σημείο, δεν πάει σε βάθος τέτοιο που να θέτει πιο άβολα ερωτήματα γύρω από τη φύση του έθνους και τον πραγματικό ρόλο του εκάστοτε πολίτη μέσα σε αυτό, ειδικά εκείνου που βρίσκεται σε ένα καθεστώς υποτέλειας που του έχει επιβληθεί από πάνω. Και όσο έρχεται η ώρα για την κορύφωση υποχωρεί σταδιακά και το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για να δώσει τη θέση του σε μια προσέγγιση στην οποία πρώτο λόγο έχει περισσότερο η συγκίνηση. Γενικά η γραφή φλερτάρει με το απλοϊκό, από το πώς η σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο ακόμη και στις διακυμάνσεις της δεν μεταβάλλεται ουσιαστικά μέχρι το ότι ο ρατσισμός της εποχής απεικονίζεται αρκετά ήπια.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες πινελιές που εκπλήσσουν ευχάριστα για τα δεδομένα ενός mainstream φιλμ, όπως το ότι η φιγούρα του πατέρα, παρότι δικαίως έχει θετικό πρόσημο στο πώς αποτυπώνεται, ταυτόχρονα δεν εξιδανικεύεται σε βαθμό τέτοιο που να καθίσταται απόμακρη και μη ρεαλιστική. Και οι σκηνές των συμπλοκών ευτυχώς δεν πέφτουν στην παγίδα ενός αδιέξοδου ηρωισμού, αποδίδονται με προσγειωμένο τρόπο ως αυτό που πραγματικά είναι, ένας χαώδης αγώνας για επιβίωση δηλαδή με την τύχη να έχει την πρωτοκαθεδρία.
Ο Omar Sy είναι επιτυχημένα στωικός και ανταποκρίνεται στην πρόκληση που οι περισσότεροι σινεφίλ έχουν στο μυαλό τους, στο να αποτινάξει δηλαδή την κωμική περσόνα με την οποία έχει ταυτιστεί σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του για να σηκώσει τα βάρη ενός καθαρόαιμα δραματικού ρόλου. Βγάζει προς τα έξω εκείνο τον απαιτούμενο αέρα σεβασμού που χρειάζεται για να πείσει ως αυστηρός αλλά και στοργικός πατέρας και φροντίζει πάντα να κρατάει ένα μέτρο ως προς την εκδηλωτικότητά του, ακόμη και όταν του ζητείται κάτι που να συγγενεύει με μια συναισθηματική έκρηξη.
Το κλειδί εδώ είναι να γίνει αντιληπτό πως ο «Πατέρας του Στρατιώτη» στοχεύει σ’ ένα ευρύ κοινό, άρα αναγκαστικά θυσιάζει εν μέρει μια πιο θαρραλέα ιστορική εμβάθυνση όπως κι ένα πιο στρατευμένο τελικό μήνυμα. Πάντως και το γενικότερης φύσης ουμανιστικό επιμύθιο που επικρατεί στο φινάλε έχει την αξία του, αλλά και η συνολική εικόνα είναι αξιοπρεπέστατη ακόμη και αν δεν υπάρχει η πολυπόθητη «απογείωση». Πρόκειται για λαϊκό σινεμά που σέβεται το target group του και που προσπαθεί να αποφύγει τις περισσότερες φορές λογικές «αρπαχτής».
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr