ΜΙΛΑ ΜΟΥ - Πάρις Μνηματίδης
Υποσχόμενο το ντεμπούτο των Philippou, όχι μόνο από την άποψη ότι δημιούργησαν ένα φιλμ που είναι τρομακτικό μ’ έναν τρόπο που πάει πέρα από την ανατριχίλα της στιγμής κι έχει τη δυνατότητα να «σφηνώσει» εν μέρει στο υποσυνείδητο, αλλά κι επειδή η ιστορία που αφηγούνται πραγματικά είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο που «σηκώνει» πολλές αναγνώσεις, ξεκινώντας από την ψυχολογία, αναλύοντας τη διαχείριση του πένθους, και φτάνοντας μέχρι και την πολιτική, αγγίζοντας εμμέσως το πεδίο των διαφυλετικών σχέσεων. Φαινομενικά, ο στοχασμός στον οποίο προχωρούν είναι απαισιόδοξος, όμως υπάρχουν πτυχές της πλοκής που ειδικά στο πολιτικοκοινωνικό κομμάτι θα μπορούσαν να ερμηνευτούν και υπό το πρίσμα ενός «το έργο θα έχει πολλές συνέχειες» (που θα φανερωθούν σε σίκουελ;). Ναι, δεν αποφεύγουν κάποια εμπορικά «κουτάκια» (ειδικά με την ανάγκη να ανέβει η αδρεναλίνη στην κορύφωση), γιατί εύλογα έχουν το βλέμμα στραμμένο και προς τα ταμεία, αυτό όμως που τελικά προκύπτει σίγουρα έχει υπερβολικά ισχυρή ταυτότητα για να χαρακτηριστεί ως ακόμη ένα αναλώσιμο θριλεράκι.
Κάτι που σίγουρα πρέπει να αναγνωριστεί στους Philippou είναι ότι πιάνουν με ευστοχία τον παλμό της Γενιάς Ζ, η οποία προς το παρόν δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά ενδελεχώς στο σινεμά. Προσεγγίζουν τις ευαισθησίες της αλλά και τα σκοτεινά της σημεία θέλοντας να δείξουν κατανόηση, όχι σαν συντηρητικοί παρατηρητές που αγανακτούν για το «πού έχει φτάσει η νεολαία σήμερα». Κι έχει ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον το πώς προσαρμόζουν γνώριμα κλισέ του κινηματογραφικού τρόμου γύρω από τα συμπεριφορικά μοτίβα της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας, συστήνοντάς τα ουσιαστικά σε μια νεότερη γενιά θεατών και εισάγοντάς τα σε μια καινούρια εποχή για τους μεγαλύτερους.
Εκεί που μπορεί να υπάρξει ένα παράπονο από τις… παλιοσειρές των φίλων του είδους είναι πως σε επίπεδο αναφορών δεν υπάρχει κάτι που να στηρίζεται ιδιαίτερα σε φιλμ που έγραψαν ιστορία στο πεδίο (μια επιρροή που φαίνεται στο πολύ βάθος ίσως να είναι ο αρκετά πρόσφατος «Καθρέφτης της Κολάσεως» του Mike Flanagan, το θέμα του δαιμονισμού ναι μεν έχει τις βάσεις του στον «Εξορκιστή» αλλά η διαδρομή που ακολουθείται εδώ είναι σχεδόν εντελώς διαφορετική), γεγονός που μπορεί να οδηγήσει κάποιους να τοποθετήσουν τα ταλαντούχα αδέρφια στην κατηγορία του… ιερόσυλου. Άρα πρόκειται για περίπτωση ασεβούς νεωτερισμού; Αυτός ο ισχυρισμός θα ήταν κάπως άδικος: σίγουρα είναι πρόθεση των δημιουργών να μιλήσουν και σε ένα κοινό που μπορεί να μην έχει δει ταινία που να έχει γυριστεί πριν από τη δεκαετία του 1990, όμως οι κανόνες που τέθηκαν από τους μετρ του παρελθόντος είναι παρόντες, και αυτό λέει από μόνο του πολλά.
Στον τομέα των ερμηνειών είναι ευτύχημα το ότι εντοπίζεται μια χαρισματική πρωταγωνίστρια στο πρόσωπο της Sophie Wilde. Η οποία και στα σημεία που κυριαρχεί ο τρόμος επιδεικνύει μια ανάλογη αυτοπεποίθηση στο να προσαρμοστεί και να αποδώσει τα μέγιστα, αλλά και ειδικά τις καθαρόαιμα δραματικές διαστάσεις του ρόλου της τις «ποτίζει» με μια οδύνη που προσθέτει κρίσιμους πόντους στη βαρύτητα της τραγωδίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του σεναρίου. Εξίσου σπουδαίο είναι και το ότι ισορροπεί πολύ επιτυχημένα ανάμεσα σε μια νεανικότητα και μια πρώιμη ωριμότητα λόγω άσχημων βιωμάτων, με τη μία πλευρά να σιγοντάρει την άλλη σε μια διαρκή διελκυστίνδα.
Διακρίνει κανείς κατά τη διάρκεια της θέασης δύο σκηνοθέτες με όρεξη, με ιδέες και που είναι ταυτόχρονα αρκετά ταπεινοί ώστε να βάλουν σε προτεραιότητα το να αφηγηθούν μια ιστορία και όχι αναγκαστικά το να αφήσουν ένα κραυγαλέο δημιουργικό στίγμα για να καταξιωθούν ως ονόματα του χώρου με το «καλημέρα». Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι απίθανο το «Μίλα μου» να βρει μιμητές σε πολλές πτυχές του από τον mainstream τρόμο τα επόμενα χρόνια, και όχι άδικα, μιας και κινείται εντός των συγκεκριμένων ορίων με ένα στιλ που, ευτυχώς, δεν αποκλείει την έκπληξη από την εξίσωση.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr