Όταν πληροφορείται πως ο εγκληματίας πατέρας της το έσκασε από τη φυλακή, η Ελένα αποφασίζει πως έφτασε η ώρα να κλείσουν τους μεταξύ τους λογαριασμούς. Η καλύβα στην οποία την κρατούσε σε ομηρεία για χρόνια μαζί με τη μητέρα της, μοιάζει να είναι το ιδανικό μέρος για τη συνάντησή τους.
Ως θρίλερ εκδίκησης πλασάρεται «Η Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου», μα απέχει χαρακτηριστικά, του να εκληφθεί ως τέτοιο. Η κινηματογραφική διασκευή του φερώνυμου bestseller της Αμερικανίδας συγγραφέως Κάρεν Ντίον στέκει κάπου ανάμεσα στο ψυχολογικό δράμα και την ιστορία μιας τραυματικής ενηλικίωσης, με το στοιχείο της «εκδίκησης» να εισέρχεται όχι μόνο με σημαντικότατη καθυστέρηση, αλλά (ακόμα χειρότερα) να μην πείθει και τόσο για την επιτακτικότητά του.
Χωρίς να έχει (φυσικά) σχέση με το όχι εκ των πλέον γνωστών παραμυθιών του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που έφερε τον τίτλο… «The Marsh King’s Daughter», είναι φανερό (από την κινηματογραφική του μεταφορά, τουλάχιστον) πως το μυθιστόρημα της Ντιόν διατηρεί ένα κοινό σημείο με το προαναφερθέν, μιας και σε αμφότερα δυο νεαρές γυναίκες «παλεύουν» με τη διττή τους φύση. Στο παραμύθι του Άντερσεν από τα 1858, η κόρη απαχθείσας όμορφης πριγκίπισσας της Αιγύπτου μεταμορφώνεται κάθε βράδυ σε βάτραχο. Στην ταινία του Νιλ Μπέργκερ, η πρωταγωνίστριά της έχει κρατήσει κρυφή από τους πάντες (ακόμα και από τον σύζυγό της) την αληθινή της ταυτότητα, εξαιτίας του βάρους του αληθινού της επιθέτου.
Μεγαλωμένη σε μια καλύβα στα δάση του Μίσιγκαν, η Ελένα αγνοούσε πως η μητέρα της είχε απαχθεί σε νεαρή ηλικία από τον πατέρα της, ο οποίος κρατούσε και τις δύο φυλακισμένες επί σειρά ετών. Η λέξη «φυλακισμένες» σε μια τέτοια περίπτωση, βέβαια, φέρνει στο μυαλό καταστάσεις φοβερά δυσάρεστες, που στην ταινία ουδέποτε τις βλέπουμε. Ο βαρύγδουπα (άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας) επονομαζόμενος «Βασιλιάς του Βάλτου» – εγκληματίας πατέρας Τζέικομπ Χόλμπρουκ παρουσιάζεται όχι σαν κάποιο «τέρας», αλλά ως μάλλον υπερπροστατευτικός (στα όρια της έμμονης στοργής) απέναντι στη μικρή του κόρη και ελαφρά αυστηρός απέναντι στη μητέρα της. Αν το τρίπτυχο απαγωγή / φυλάκιση / εκδίκηση δημιουργεί στο μυαλό σκληρές εικόνες κακοποίησης ανθρώπων που κατόπιν θα ζητούν να πάρουν το αίμα τους πίσω, ετοιμαστείτε για… άφθονο κυνήγι ελαφιών στη φύση, στησίματα παγίδων, μαθήματα προσανατολισμού και άλλες παρόμοιες πατρικές συμβουλές δοσμένες με μια υπόγεια δόση αυταρχικότητας.
Το εικοσαετές περίπου άλμα στον χρόνο συστήνει τη «νέα» Ελένα, η οποία αν και επιθυμεί σφόδρα ν’ αφήσει πίσω της το παρελθόν, παραδόξως, δεν έχει εγκαταλείψει την ευρύτερη περιοχή των βασανιστηρίων της! Η απόδραση του πατέρα της φανερώνει το μυστικό της, φέρνοντάς την σε μια ιδιότυπη θέση αναμονής. Γνωρίζοντας καλά πως ο «Βασιλιάς του Βάλτου» θα την αναζητήσει και δίχως να πιστεύει την επίσημη αστυνομική εκδοχή, ότι εκείνος σκοτώθηκε κατά την προσπάθεια διαφυγής του, αντί να κάτσει να τον περιμένει αγωνιωδώς, πηγαίνει να τον βρει η ίδια! Κυνηγός και θήραμα γίνονται ένα και το αυτό, οι δε ανεπιθύμητες παιδικές μνήμες αίφνης φανερώνουν τις ευεργετικές τους ιδιότητες.
Ο χειρισμός του θέματος από σκηνοθέτη και σεναριογράφους κρίνεται ως εντελώς άστοχος. Ανάμεσα στα flashback της «ανέμελης» ζωής στο δάσος και τη γεμάτη από ψυχολογικής φύσεως προβλήματα ενήλικη περίοδο της (μητέρας, πια) Ελένα, ο Μπέργκερ αδυνατεί να δημιουργήσει κάποιο στοιχειώδες σασπένς, αναλώνοντας την αφήγησή του σε ένα ενδοσκοπικού τύπου ψυχόδραμα, κάπου στο (πολύ) βάθος του οποίου ενέχει μια «αόρατη απειλή». Από την ακατανόητη φάση με τον σύζυγο, ο οποίος δεν δείχνει να προβληματίζεται και τόσο από το γεγονός πως η γυναίκα του είναι στην πραγματικότητα μια άλλη και ουχί αυτή που γνώρισε, μέχρι το… θαυματουργό ελιξίριο νεότητας του καλού αστυνομικού (ο οποίος μετά τη σωτηρία της Ελένα ανέλαβε καθήκοντα άτυπου πατέρα της) που του επιτρέπει να διατηρείται ίδιος και απαράλλαχτος όσα χρόνια κι αν περάσουν (ίσως να έχει να κάνει και με το ινδιάνικο αίμα του, ποιος ξέρει…), το φιλμ κινείται σταθερά σ’ έναν δρόμο άτυχων αποφάσεων, που όχι μόνο δεν βασίζονται πουθενά, αλλά δεν διαθέτουν και απολύτως τίποτα το αναπάντεχο. Ίσως στις σελίδες του βιβλίου κάποια πράγματα να τίθενται σε ορθότερη βάση. Στην οθόνη κυριαρχεί η πλήρης αδιαφορία για τα τεκταινόμενα.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Από τις περιπτώσεις ταινιών που τις ξεχνάς με το που τις δεις, «Η Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου» αποτυγχάνει και ως ψυχολογικό δράμα και (ακόμα περισσότερο) ως θρίλερ εκδίκησης. Συν τοις άλλοις, η φτήνια της παραγωγής δεν βοηθά καθόλου στο να σε δελεάσει… για οποιοδήποτε λόγο. Όχι στην κατηγορία τερατούργημα, αλλά στην (ενδεχομένως χειρότερη) του άγευστου και ανώφελου.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr