Επιστροφή του σκηνοθέτη σε πιο pulp μονοπάτια, πιο κοντά στο “Κορίτσι με το Τατουάζ” του από ό,τι στο “Mank”, με τον Άντριου Κέβιν Γουόκερ του “Se7en” να γράφει ξανά σενάριο για ταινία του Φίντσερ και το αποτέλεσμα να είναι ένα πηχτό, αποτελεσματικό, απολαυστικό, δεν-περισσεύει-ούτε-χιλιοστό θρίλερ με υπαρξιακές πινελιές και πολύ χιούμορ.
Μέσα από μια σειρά τακτοποιημένων κεφαλαίων που εκτυλίσσονται το καθένα σε άλλη τοποθεσία και αφορούν έναν διαφορετικό αντίπαλο παρακολουθούμε την προσπάθεια ενός τρομερά ικανού εκτελεστή (Μάικλ Φασμπέντερ, ψυχρός, στιβαρός) να διαχειριστεί ένα καίριο λάθος που συμβαίνει σε μια δουλειά και του οποίου οι συνέπειες είναι πολλαπλές και θανάσιμες. Όλη η ταινία ουσιαστικά διαδραματίζεται μέσα από την οπτική του εκτελεστή κι ο Φίντσερ μας βάζει μες στο μυαλό του, παίζοντας με εντυπωσιακή ευκολία με τον κινηματογραφικό χώρο και την οπτική του γωνία.
Η –γραμμικότατη– δράση εξελίσσεται μέσα από τα μάτια του και υπό το πέπλο της αφήγησής του. Για την ακρίβεια, όχι τόσο αφήγηση όσο εσωτερικός μονόλογος, μια σειρά από επεξηγήσεις και κανόνες και γραμμές ηθικού κώδικα που ανακυκλώνονται σε λούπα και που –σαν την μουσική των Smits που διαρκώς ακούει– διαρκώς μετατοπίζεται, διακόπτεται, υποσκάπτεται. Αυτά που ακούμε κι αυτά που βλέπουμε συχνά έρχονται σε κόντρα, σαν ο εκτελεστής να προσπαθεί μονίμως να πείσει εμάς (και τον εαυτό του) για κάτι. Ένας αναξιόπιστος εσωτερικός μονόλογος, ενός υπολογιστικού, ψυχρού, κοινωνιοπαθή που εκλογικεύει στον εαυτό του τα όσα κάνει, ακόμα και τα όσα πηγαίνουν στραβά.
Αγωνιώδες και πλήρως αποτελεσματικό θρίλερ διαδικασίας, ταυτόχρονα το “Killer” είναι και μια πολύ αστεία ταινία, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο το ειρωνικό, μαύρο χιούμορ που συναντάμε σε όλη τη φιλμογραφία του Φίντσερ. Σαν κι ο ίδιος να κοιτάζει με μια κυνική διάθεση αυτοσαρκασμού το είδος που συχνά υπηρετεί (όπως κι εδώ άλλωστε) με απόλυτη αίσθηση αφοσίωσης στη φόρμα, αλλά όλο και μικρότερη πίστη στον άνθρωπο.
Στην ταινία του, κάθε κεφάλαιο είναι και μια διαφορετική άσκηση είδους: Μια παρακολούθηση, μια απρόσμενα σωματική σκηνή δράσης, μια ληστεία, κλπ. (Σε ένα από αυτά, η Τίλντα Σουίντον ξεχωρίζει με έναν απολαυστικό μονόλογο που παίζει διαρκώς ανάμεσα στην ψυχραιμία και την ταραχή.) Συνθέτοντας με μια λεπτοκεντημένη εστίαση τη ρουτίνα ενός επαγγελματία, και το πώς αυτή η ρουτίνα απορρυθμίζεται – και τι ακριβώς ακολουθεί όταν συμβεί κάτι τέτοιο.
Σα να κοιτάει την ιστορία του είδους, του αστυνομικού θρίλερ με όλους αυτούς τους μοναχικούς εγκληματίες, και να αναρωτήθηκε: Τι μπορεί να σκέφτονται όλοι αυτοί, όλη αυτή την ώρα; Μπορώ να βάλω τον θεατή στο μυαλό τους, καταφέρνοντας να τους κοιτάζω την ίδια στιγμή από απόσταση; Μπορώ να τους πάρω σοβαρά, αλλά και κάπως όχι την ίδια στιγμή; Και μπορούμε να περάσουμε όλοι τέλεια καθώς αυτό συμβαίνει;
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr