Μενού

ΑΚΟΥ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ - Ηλίας Φραγκούλης

1818 2

«Life coach» που ακούει διαρκώς μια… εσωτερική φωνή του εαυτού του να τον κατακρίνει επειδή έχει μείνει μαγκούφης, δοκιμάζει να φλερτάρει ρομαντική κοπέλα την οποία συναντούσε καθημερινά και για έναν ολόκληρο χρόνο σε ταμείο φούρνου, μα ποτέ δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του για να την κοιτάξει!

Εάν ήμουν παραγωγός και μου έφερναν τέτοιο σενάριο, ή θα το πετούσα από το παράθυρο ή θα έλεγα του ανθρώπου… «Ξέρεις από script doctor;». Αν και μερικές φορές, ακόμη κι ένας «γιατρός» δεν είναι αρκετός για να σε σώσει από το μοιραίο…

Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Θοδωρής Νιάρχος θεωρεί ότι μπορεί να κουμαντάρει μαζί και σενάριο και σκηνοθεσία. Το Βατερλό, φυσικά, είναι διπλό. Ο ήρωάς μας, ο Φώτης, είναι ένας ψευτο-«life coach» (έχει βρωμίσει ο κόσμος από δαύτους, καθώς οι περισσότεροι κοινοί θνητοί τη σήμερον ημέρα έχουν την ανάγκη ν’ ακούνε ευκολοχώνευτα τσιτάτα «θετικής ενέργειας» για να πιστέψουν πως ξεκόλλησαν από τα προσωπικά τους αδιέξοδα), ο οποίος εξαπατά τους πελάτες του με… μια καλή κουβέντα! Κάθε του μέρα ξεκινά από έναν φούρνο, όπου αγοράζει σχεδόν με κλειστά τα μάτια ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης και συνεχίζει προς το γραφείο του. Επιστρέφει σπίτι τη νύχτα κουρασμένος, τρώει από delivery και πέφτει νωρίς για ύπνο, μαζί με τον σκύλο του.

Βασικό του πρόβλημα δεν είναι η απουσία συντρόφου ή φίλων, μα… η φωνή του εαυτού του, που του κάνει διαρκώς παρατηρήσεις, να πιάσει γκόμενα και ν’ αποκτήσει ζωή! Αυτό είναι και το πρώτο βασικότατο πρόβλημα της ταινίας. Το σενάριο αποδέχεται τούτο το φαντασιακό καταστασιακό, χωρίς να του δίνει μια αρχή. Συνέβαινε ανέκαθεν, από τότε που γεννήθηκε; Το προξένησε κάτι και εμφανίστηκε απότομα; Οφείλει να μας ενδιαφέρει, αν θέλουμε να πάρουμε το έργο… στα σοβαρά (ναι, σας καταλαβαίνω, η φάση είναι… γέλια στο βάθος). Προφανώς, απάντηση ούτε υπάρχει, ούτε και τη σκέφτηκε κανείς…

Το ρομαντικό εύρημα «σκάει» με την αποκάλυψη (αν το είχατε φανταστεί από την αρχή, μην μπείτε στον κόπο να πάτε να παίξετε ΛΟΤΤΟ, θα είναι σαν να κλέβετε εκκλησία…) του προσώπου που του δίνει το κουλούρι κάθε πρωί (και ούτε ο Φώτης, ούτε και ο οπερατέρ είχαν νοιαστεί να το κοιτάξουν ποτέ!): είναι μια γοητευτική κοπέλα, single και ελαφρώς δειλή όσον αφορά την απόφαση να επισυνάψει σχέση.

Ακολουθεί ένα σερί άδοξων και «γκαφατζίδικων» στιγμών φλερταρίσματος, με τα πάνω τους και τα κάτω τους, δίπλα σε «επεισοδιάκια» στα sessions του Φώτη με τους πελάτες του (τους υποδύονται τηλεοπτικές «γλάστρες», stand-up «κωμικοί», ένας-δυο συμπαθείς καρατερίστες και… ο Γιάννης Τσιμιτσέλης), όπου το μυαλό του οπτικοποιεί τις «αμαρτίες» τους (το αφήνω ασχολίαστο).

Δεν ξέρω από πού να το πιάσω! Πέραν του αχαλίνωτα αδιόρθωτου σεναρίου, το… στη διαπασών μπουφόνικο παίξιμο (κυρίως του Μελέτη Ηλία) υποκαθιστά κάθε έννοια ευφυολογημάτων (που δεν υπάρχουν…) στους διαλόγους, το στοιχείο του ρεαλισμού κάνει φτερά (πως μένουν σε τέτοια διαμερίσματα αυτοί οι δύο άνθρωποι και γιατί δεν έχει… πεθάνει από ασιτία το σκυλί του Φώτη;) και ο σεξισμός… οργιάζει! Σ’ αυτό το τελευταίο δεν χρειάζεται ν’ αναφερθώ στο προφανές του προπονητή της γυναικείας ομάδας volley, υπάρχει και χειρότερο: η σκηνή στην οποία ο ακαμάτης ήρωας τρώει pizza στο δικό του σπίτι, ενώ το αντικείμενο του πόθου του φτιάχνει μια ωραιότατη και πλούσια σε συστατικά σαλάτα στο διαμέρισμά της. Μήνυμα ελήφθη! Με μια νοικοκυρούλα που θα σε περιμένει να γυρίσεις από τη δουλειά, μπορείς να έχεις κι ένα σωστό πιάτο φαΐ στο σπιτικό σου! Και τα λέω εγώ αυτά, που ακούω «πολιτική ορθότητα» και ξερνάω (και) χωρίς δάχτυλο…

Ομολογώ πως υπήρξε μία σκηνή που μ’ έκανε να γελάσω: το πρωταγωνιστικό ζεύγος πάει ρομαντική τσάρκα με cabrio αμάξι και… καβαλέτο για να ζωγραφίσει στην εξοχή!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν εξαιρέσουμε το (κακοσκηνοθετημένο κι αυτό) «εύρημα» του… «ακέφαλου» flirt, μιλάμε για απόλυτο disaster στο είδος της αισθηματικής κομεντί. Παιδιά, αν δεν σκαμπάζετε από τα βασικά των φιλμικών χαρακτηριστικών του genre, ξεκινήστε (έστω) από Τομ Χανκς και Μεγκ Ράιαν της δεκαετίας του ’90 κι αρχίστε να κρατάτε σημειώσεις (αντί για κάμερες!), όχι βουρ κι όποιον πάρει ο χάρος επειδή βρισκόμαστε σε τούτο το μαρτυρικό «χωριό» που λέγεται Ελλάδα…

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module