Ως μια «σουρεαλιστική πολιτική κωμωδία» συστήνεται το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Παπαθεοδώρου, το οποίο θέλει μια παρέα πέντε άνεργων νεαρών γυναικών να στήνει την κλοπή μιας τράπεζας, με τη βοήθεια της ηλικιωμένης αντάρτισσας σπιτονοικοκυράς τους. Εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους στέκεται η στενή παρακολούθηση των κινήσεών τους από έναν συνταξιούχο βασιλικό χωροφύλακα και τα τσιράκια του. Με παλιομοδίτικη αισθητική, κάτι ανάμεσα σε βιντεοκασέτα των ’80s και τηλεοπτική σειρά χαμηλού προϋπολογισμού, η ταινία του Παπαθεοδώρου αγνοεί τόσο το χιούμορ όσο και το υποτυπώδες σασπένς, σε ένα έτσι κι αλλιώς ενοχλητικά κακοστημένο heist movie.
Ξεπερασμένα στερεότυπα χρησιμοποιούνται κατά κόρον ως έμπνευση για δύσπεπτα αστεία που διαρκώς ανακυκλώνονται (χαζή ξανθιά, ανόητος αστυνομικός), η πολιτική διάσταση της υπόθεσης αναλώνεται σε λαϊκίστικες γενικεύσεις, ενώ η ίδια η κλοπή επιτυγχάνεται χάρη σε ένα παιδαριώδες εύρημα. Επιπλέον πρόβλημα ο πλήρης κατακερματισμός της αφήγησης σε ράθυμα σκηνοθετημένες υποπλοκές, που εξανεμίζει το όποιο ενδιαφέρον για τη συνέχεια των όσων διαδραματίζονται επί της οθόνης. Τώρα, αν αναρωτιέστε πού οφείλεται η αναφορά του τίτλου στη γειτονική χώρα, η απάντηση του φινάλε θα σας αφήσει άναυδους...
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama