Ο διαχρονικά ταλαντούχος δημιουργός Μάρτιν Σκορσέζε παρουσιάζει μια ευσυνείδητη κοινωνικοϊστορική ταινία, αντιρατσιστικής κινηματογραφικής δράσης, με γενναίο καλλιτεχνικό περιεχόμενο ηθικής αποκατάστασης στην πληγωμένη μνήμη των αδικημένων Ινδιάνων Οσέϊτζ.
Η τιμιότητα στην καλλιτεχνική έκφραση του Σκορσέζε συνοδεύεται από μια εξευγενισμένη, υπομονετική και υποβλητική ματιά, η οποία όμως δεν παραλείπει να αλλάξει ένταση ατμόσφαιρας, όταν αυτό χρειάζεται.
Προβάλλει τότε με διδακτική πρόθεση, αντιστοίχως την αποκαρδιωτική αύρα της μηχανορραφίας, το ανήθικο χάδι της χρησιμοθηρίας και κατά συνέπεια το αποκαλυφθέν σκληρό πρόσωπο της ίδιας της βίας από τους λευκούς Αμερικανούς.
Ανάλυση
Γενικώς…
Σκορσέζικο Σκάκι
Η υψηλή ποιότητα του έργου συμπορεύεται με την ανάλογη ευθύνη ενός τόσο απαιτητικού εγχειρήματος. Η χρήση αγγλικών μαζί με τη γλώσσα των Οσέϊτζ δεν μπορούσε να απουσιάζει φυσικά. Η ταινία, αν και αξιοποίησε τη μελέτη της από το βιβλίο “Killers of the flowermoon: the Osage Murders and the birth of the FBI” (2017) του δημοσιογράφου-συγγραφέα Ντέϊβιντ Γκραν, κατάφερε να βρει τελικά τη δική της ενδυναμωμένη ταυτότητα κινηματογραφικής πληρότητας. Καθότι το κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο της ταινίας όχι μόνο είναι ιστορικά ακριβές, μα επιπλέον μέσα από σενάριο-σκηνοθεσία και εν τέλει καλλιτεχνική οπτική γωνία τόλμησε να έρθει ακόμα πιο κοντά στη φυλή των Οσέϊτζ. Επιπροσθέτως, ο Σκορσέζε εκμεταλλεύτηκε τη δυναμική της κινηματογραφικής αφήγησης, με την πολύτιμη ικανότητα σκακιστικής απόκρυψης και έπειτα αποκάλυψης πληροφοριών. Σημασία όμως εξακολουθεί να έχει η πρόθεση εγγύτητας στο Ηθικό Δίκαιο της φυλής των Οσέϊτζ. Με το έργο να αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερο, υπό τους ρυθμούς των διαμαρτυρόμενων μεμβρανόφωνων κρουστών, ότι η καρδιά της καλλιτεχνικής έκφρασης αφορά ακριβώς αυτούς τους δικαιωμένους, ινδιάνικους χτύπους!
Ο Σκορσέζε εξέφρασε τον πόνο τους! Σημαντικός συνεργάτης σε τούτη την καλλιτεχνική συνειδητοποίηση ήταν ο πρωταγωνιστής Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος αναρωτήθηκε εν εξελίξει της δημιουργίας για την αληθινή “καρδιά” της ταινίας (πηγή: Feelgood Entertainment). Φυσικά, η -επίσης αντιρατσιστικής άποψης- προσωπικότητα του Ρόμπερτ Ντε Νίρο, έδωσε ώθηση στο εγχείρημα. Από εκεί και πέρα όμως, ήταν μια διαισθητική πρωτοβουλία ωφέλιμης μεταστροφής του παλμού της ταινίας, η οποία προέκυψε στην πορεία επειδή ακριβώς ο Σκορσέζε αφουγκράστηκε τους αληθινούς προβληματισμούς των απογόνων των Οσέϊτζ. Τους γνώρισε από κοντά! Και αποφάσισε τότε, να πει τη διαμαρτυρόμενη ιστορία, όχι μέσα από τα “λευκά” μάτια αυτοθαυμασμού του φρεσκογεννημένου F.B.I. Μα απεναντίας, μέσα από την πονεμένη “κόκκινη” ψυχή των προγόνων των Οσέϊτζ.
Τα αινιγματικά, αμφίσημα αίτια θανάτου των Ινδιάνων στην ταινία έχουν χαρακτήρα ταύτισης με τη ματιά του θεατή και του σκηνοθέτη. Κάτι παλεύει να εξακριβωθεί, που ήδη περνά από το νου σου, μα δεν θέλεις να το αποδεχτείς ακόμη. Η ενσυναίσθηση στο βίωμα των Ινδιάνων Οσέϊτζ είναι λοιπόν παρούσα. Για αυτό το λόγο, το έργο “Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού” (2023) υπερνικά τις ελάχιστες παλιότερες επί του θέματος κινηματογραφικές εκφράσεις “Tragedies of the Osage Hills” (βωβός κινηματογράφος, 1926) και “The F.B.I. Story” (1959), οι οποίες προσπάθησαν μεν να αναδείξουν τον προβληματισμό, αλλά είτε είναι πλέον δυσεύρετες, είτε κινούνται μέσα από την κυρίαρχη οπτική γωνία της γέννησης του F.B.I. Όμως, η ιδιαίτερη ματιά του Σκορσέζε ήταν αποδεδειγμένα εκείνη που εστίασε πρωτοποριακά στην ταύτιση ηθικής αποκατάστασης υπό ινδιάνικο πρίσμα, γιατρεύοντας τη βεβηλωμένη ζωή και ψυχή των προγόνων των Οσέϊτζ. Κακά τα ψέματα. Παγκοσμίως, πριν από την προβολή της νέας ταινίας του Μάρτιν Σκορσέζε, ελάχιστοι ήξεραν, για την ενδιαφέρουσα αληθινή ιστορία και τη φυλή των αδικημένων Οσέϊτζ. Ακόμη και για την αναφορά της αποκαλυπτικής θεματικής, βιβλίου και ταινίας.
Βεβαίως, υπάρχουν και άλλα βιβλία, μεταξύ των οποίων ένα με τίτλο “Mean Spirit” (1991) γραμμένο από την Ινδιάνα Τσίκασο, Λίντα Χόγκαν. Θεωρώ, ότι μέσα στην ταινία του Σκορσέζε η παρουσία του ομοσπονδιακού Ινδιάνου αστυνόμου Τζον (ναι, με τις παραδοσιακές κοτσίδες) έχει μια επιρροή από το βιβλίο της Χόγκαν. Πάντως εδώ ο Μάρτιν Σκορσέζε, μέσα από το θέμα των Οσέϊτζ συστήνει στον κόσμο των Σινεφίλ του 21ου αιώνα αδιάσειστα στοιχεία, όχι απλώς Ρεαλισμού, μα περίτρανης κοινωνικοϊστορικής αποκατάστασης για τον σχεδόν ανέγγιχτο κινηματογραφικό 20ο αιώνα, όσον αφορά την τεκμηριωμένη προβολή των αδικημένων Ινδιάνων. Ενάντια στο “λευκό” κινηματογραφικό κουκούλωμα της σύγχρονης αμερικανικής Ιστορίας. Διότι συνήθως, αν οι ταινίες μιλούν για αδικημένους Ινδιάνους, αυτοί είναι του 19ου αιώνα. Ο Σκορσέζε όμως μας μεταφέρει, με ντοκιμαντερίστικη πρόθεση και μεθοδική μυθοπλασία μαζί, σε ρυθμούς θολής καθημερινότητας, προκειμένου να αναδείξει πιστά τον ύπουλα μασκαρεμένο, διαφορετικό πόλεμο των λευκών, απέναντι στους Οσέϊτζ, στον 20ο αιώνα.
Όπως λένε και οι αρχηγοί των Οσέϊτζ μέσα στην ταινία, “παλιότερα ήξεραν, ποιος ήταν ο εχθρός τους, για να τον σκοτώσουν.” Ο Σκορσέζε μάς βάζει εδώ μέσα στο άτυπο ντροπιαστικό μίσος των λευκών για τους Ινδιάνους, με μηχανορραφίες του 20ου αιώνα από “εκπολιτισμένους” δολοφόνους. Δεν είναι ακριβώς Γουέστερν αυτό! Και έχει σημασία η γενική αποτύπωση της αντίστροφης ειρηνικής ψυχής των Οσέϊτζ (κατ’ εξαίρεση, Άννα και Χένρι ήταν ειδικές περιπτώσεις βίας). Σε τούτο τον πόλεμο οι τρομαγμένοι Οσέϊτζ είχαν μεν τον πλούτο στα χέρια τους, αλλά και τα χέρια του θανάτου στο λαιμό τους. Ο εχθρός τους φώλιαζε στο χαμόγελο ενός φίλου! Κάτι που μπέρδευε πραγματικά τους Ινδιάνους. Πρώτον, η κοινωνικοποιημένη παρείσφρηση ανάμεσα στον πλούτο και τον θάνατο είχε όνομα με νομική συγκάλυψη. “Οικονομική κηδεμονία.” Ένα άκρως ρατσιστικό-προσβλητικό μέτρο νομικού περιορισμού, απέναντι στην υποτιθέμενη ακαταλληλότητα διαχείρισης οικονομικών πόρων από τους ίδιους τους δικαιούχους Ινδιάνους, επειδή απλώς δεν ήταν λευκοί.
Το δεύτερο μπέρδεμα ήταν ακόμη πιο διαπροσωπικό. Ένας λευκός πλασματικός ευεργέτης της περιοχής, ο οποίος άπλωνε τους βαλτούς καιροσκόπους γαμπρούς του, που ενώνονταν ερωτικά με Ινδιάνες αποσκοπώντας στην απόκτηση δικαιωμάτων της αμύθητης πετρελαϊκής περιουσίας, ενόσω ζούσαν και ακόμη περισσότερο, μόλις θα πέθαιναν αυτές οι γυναίκες. Και ο “ευεργέτης” φρόντιζε να πεθάνουν σύντομα, χωρίς να μπορεί να αποδειχτεί τίποτα, ενόσω παράλληλα ο ίδιος μοίραζε θερμά συλλυπητήρια, οικονομική υποστήριξη ή αποπροσανατολιστικές αγαθοεργίες στην περιοχή...Το χρώμα του δεν είχε καμία σημασία, διότι ήταν χαμαιλεοντική η ψυχή του. Μια εχθρική μορφή, με δέρμα φιλικό. Η ύπουλη φιλική μορφή ήταν ο Ουίλιαμ Χέϊλ, επονομαζόμενος ως “βασιλιάς” ή “σεβασμιότατος.” Το πιο χρήσιμο “στρατιωτάκι” του “βασιλιά” γίνεται κινηματογραφικά ο ανιψιός του, Έρνεστ Μπέρκχαρτ. Αναπόφευκτα, αντιστρόφως η προσωποποιημένη πιο αθώα ινδιάνικη μορφή του έργου γίνεται η γυναίκα του, Μόλι Μπέρκχαρτ. Επομένως, το σχήμα “βασιλιάς”/Έρνεστ/Μόλι απασχολεί τον θεατή σημαντικά!
Ιδίως, εάν εξετάσουμε τον ενδιάμεσο παράγοντα Έρνεστ, για το μεγάλο δίλημμα του ερωτευμένου αμοραλιστή/μοραλιστή ανθρώπου, με τα λεφτά/με τη Μόλι…Με αφορμή τον κεντρικό αντιήρωα Έρνεστ, η ταινία χρησιμοποιεί τη μέθοδο της αμφισβήτησης για τις προθέσεις του ίδιου και για την τελική απόφαση, που σε πιο πανοραμικό βαθμό ο κάθε αμφιταλαντευόμενος, αδύναμος Άνθρωπος θα σχημάτιζε στην καρδιά του. Μόλι ή χρήμα; Ινδιάνικος Κυρίαρχος Έρωτας ή παραδόπιστη λευκή υποτέλεια στον “βασιλιά” Χέϊλ; Διασωθείσα Ηθική με επανόρθωση πράξεων ή καλοζυγισμένος αμοραλισμός; Έξυπνη, η νοηματική αλληλοκατανόηση σκηνοθεσίας και μοντάζ, ευνοώντας το αποτελεσματικό μυστήριο του σεναρίου, μέσα από τον χαρακτήρα Έρνεστ. Διότι μας γνωστοποιείται μεν αμέσως, ότι ο ίδιος μετέχει στην παρανομία, κλέβοντας κοσμήματα Ινδιάνων, αλλά αργεί να συμπεριληφθεί η ανάλογη ξεκάθαρη απόδειξη και για πιο σοβαρές, δια χειρός Έρνεστ, κατηγορίες. Έτσι όλα είναι πιθανά, ακόμη και τότε…
Συν τοις άλλοις, ο Έρνεστ εμφανίζει μια συνδεσιμότητα ανάμεσα σε υπεράνω πάσης υποψίας, υποδειγματικές επαγγελματικές ιδιότητες ή γνωριμίες στην πόλη Φέρφαξ (ιατρών αδερφών Σάουν, έφορου Μπίτι, αδερφού Μπάϊρον, φιλόδοξου πρώην ήρωα πολέμου Κέλσι), καθώς και σε παρανόμους που έδρασαν κοντά σε αυτή (Μπλάκι, Έϊσι). Αποκαλύπτεται εν καιρώ η δόλια συμμετοχή των πολιτών “υπόδειγμα” και τέλος του Έρνεστ (οι ένοχες/υποδειγματικές φυσιογνωμίες θυμίζουν το σχετικό βιβλίο του Τζον Τζόσεφ Μάθιους “Sundown”, 1934). Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, η σκηνοθετική εξέταση κατευθύνεται ψυχογραφικά προς τον ημι-ένοχο Έρνεστ. Η οδύνη της Μόλι για την ανατίναξη της αδερφής της (Ρίτα) καταγράφεται κάτω στο κελάρι-καταφύγιο, ενόσω η γυναίκα κρύβει το πρόσωπό της, χωρίς να κοιτά πλέον τον σύζυγό της, Έρνεστ. Έπειτα, το μοντάζ μάς οδηγεί με επόμενο cut σε μεσαίο πλάνο, στραμμένο σε εκείνον και έτσι συμπεραίνουμε, ότι αυτό αφορά τη ματιά του θεατή απέναντι στις εγκληματικές διαπλοκές του Έρνεστ. Σαν να δίνει λόγο δηλαδή, ο Έρνεστ απέναντι στον θεατή και τη σκηνοθεσία. Πολύ αργότερα, εξετάζεται σε μεσαίο πλάνο μέσα στο δικαστήριο ο Έρνεστ και ακούγεται η φωνή του δικαστή (ή του κατηγόρου). Εκεί, ο θεατής αντιλαμβάνεται και με τη βούλα την ανηθικότητα του Έρνεστ.
Παράλληλα, η ταινία προωθεί εύστοχα από τις πολλές δολοφονίες, σαν κομβικό σημείο εξέλιξης της πλοκής, μία μόνο καθοριστική εξιχνίαση αποτρόπαιου εγκλήματος. Αυτή είναι η δολοφονία της Ινδιάνας Άννα. Διότι η περσόνα Άννα, επί της ουσίας, θα μας απασχολήσει διπλά. Πρώτον, σεναριακά με την άστατη ζωή της και τον αγριεμένο χαρακτήρα της (κατοχή όπλου). Δεύτερον, σκηνοθετικά με την περιπλανώμενη εξιχνίαση της μυστηριώδους δολοφονίας της. Κατά αυτόν τον τρόπο, ενώνονται η νεοσύστατη ομοσπονδιακή έρευνα, η δικαστική εξέταση, η συγγενική συσχέτιση, η κοινωνικοϊστορική απόδειξη, η καλλιτεχνική διαμαρτυρία, το επικυρωμένο βλέμμα ευαισθητοποίησης του θεατή και φυσικά το κράμα σεναρίου, σκηνοθεσίας, μοντάζ και διεύθυνσης φωτογραφίας.
Τώρα εάν θεωρεί κάποιος, ότι τα ίδια σημεία αφορά και η περίπτωση της Μόλι, κάνει λάθος. Πέραν της εναπομείνασας Ινδιάνας αδερφής για την περιουσία και της διαφορετικής μεθόδου προσχεδιασμένης δολοφονίας (πυροβολισμός/δηλητηρίαση), ο δισταγμός του Έρνεστ για τη Μόλι έχει αλλιώτικη, καθοριστική σημασία! Διότι η Μόλι διεκδικεί μεν για τη φυλή της κάποια πράγματα, αλλά ατομικώς υπομένει πολλά...Στον αντίποδα, η Άννα αντιδρά γενικώς σε αυτό που διαισθάνεται ως απειλή από τους λευκούς κηδεμόνες, αλλά αδυνατεί να το εντοπίσει (το ίδιο κάνει και ο μελαγχολικός Χένρι). Η βίαιη δολοφονία της ατίθασης Άννα αντανακλά την κτηνωδία των ανδρών του “βασιλιά”, που μισούν την ινδιάνικη αντίσταση. Η λεπτομέρεια είναι, ότι οι δολοφονίες των Ινδιάνων με πυροβολισμούς κρύβουν μια ντροπή, καθότι οι λευκοί τους πυροβολούν πισώπλατα ή απροειδοποίητα. Δηλαδή, δεν υπάρχει χαρακτήρας υποστηριζόμενης ενέργειας, παρά μόνο ύπουλης, ντροπιαστικής πράξης από τους λευκούς.
Ωστόσο, η μαεστρία του έργου αποκαλύπτεται πιο πανοραμικά με πληθώρα χαρακτήρων, όταν η σκηνοθεσία συνεχίζει να λειτουργεί σαν διπλό μήνυμα ανάγνωσης των γεγονότων. Σαν την ασυνήθιστα διδακτική παρομοίωση μιας ινδιάνικης παραδοσιακής κουβέρτας στην πλάτη των γηγενών, με διπλό ρόλο, διαρκούς στοχοποίησης και απόκρυψης, αντιστοίχως εγκλωβίζοντας την ακεραιότητα των αθώων Ινδιάνων και αποκρύπτοντας τα πιθανά μυστικά των λευκών εγκληματιών. Έτσι καταδεικνύει την αδικία ο Σκορσέζε! Σαν το θολερό βίωμα της τότε εποχής, με εν εξελίξει κατανόηση και διδαχή στο σήμερα προς τον απευθυνόμενο θεατή του. Ενώνει λευκούς και Ινδιάνους στην σημερινής ματιάς τεκμηριωμένη κατανόηση των γεγονότων! Άρα, η ανάπτυξη της διαπροσωπικής βεντάλιας, με πληθώρα χαρακτήρων, έχει ιδιαίτερη σημασία. Διαπροσωπικές ιστορίες και κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο ενώνονται τότε ιδανικά σε μια ωφέλιμη παρουσίαση, κατά την οποία καταδεικνύεται η αδικία απέναντι στους Ινδιάνους Οσέϊτζ.
Συμπερασματικά
Κατά συνέπεια, εάν η συμπερίληψη στο όλο φάσμα της ανθρώπινης εγκεφαλικής αντίληψης αφορά τρεις διαστάσεις (μύχια εγκεφαλική, διαπροσωπική εγκεφαλική, κοινωνικοϊστορικών προεκτάσεων εγκεφαλική), τότε ο Σκορσέζε μέσα από τους ήρωές του είπε επιτυχώς με τριπλή πληρότητα ακριβώς την ιστορία που ήθελε! Αρχικώς, οι συνολικοί χαρακτήρες συνιστούν έναν δυϊσμό ανάμεσα σε διαπροσωπικές σχέσεις και κοινωνικοϊστορικά γεγονότα. Επιπλέον, η πιο μύχια εγκεφαλική ματιά θα έρθει διαμέσου της φυσικής (διαβήτης) και τεχνητής (δηλητηρίαση) ασθένειας της Μόλι, παρατηρώντας τη διαίσθηση του θανάτου (κουκουβάγια), μα όχι της προδοσίας (Έρνεστ & “βασιλιάς”). Ξεχωρίζει όμως πιο πολύ η αντίληψη της πρεσβύτερης γυναίκας Οσέϊτζ, Λίζι Κιού, απέναντι στον έμμεσα και άμεσα επερχόμενο θάνατο. Πράγματι, η ετεροχρονισμένη ένωση της ενόρασης του θανάτου, με την κουκουβάγια και την άφιξη των προγόνων της μητέρας Λίζι Κιού (μητέρα των Μόλι, Ρίτα, Άννα, Μίνι), εντυπωσιάζει!
Ο Σκορσέζε περνά μέσω της Λίζι Κιού τη σκηνοθεσία του σε άλλο επίπεδο, αποδίδοντάς μας τον τρόμο (κουκουβάγια), μα και τη γαλήνη (συνάντηση και ταξίδι λύτρωσης, συντροφιά με τους προγόνους) πριν από το θάνατο. Ιδίως στη δεύτερη περίπτωση, ο Σκορσέζε έχει μπει σκηνοθετικά, με εθιμική αποδοχή, ακόμη πιο μέσα στην ινδιάνικη ψυχοσύνθεση, προτού αυτή εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Με τη διαφορά, ότι η ματιά τώρα είναι πραγματιστική και ταυτοχρόνως μεταφυσική, παραμένοντας μέσα στην ψυχή των Οσέϊτζ και μιας γηραιάς κυρίας, που φεύγει από τη ζωή! Το μοντάζ για να εντάξει το θεατή ξανά στην επίγεια αντίληψη, χρησιμοποιεί δύο cuts. Πρώτον, με αλλιώτικη θέαση μπαίνει πιο κοντά στην οδύνη των συγγενών (διακρίνεται η Μόλι), αλλά παράλληλα επιλέγει την ιδιωτικότητα της στιγμής, με τη σιωπή στους οδυρμούς. Δεύτερον, το πλάνο είναι ξανά όμοιο (σε ό,τι αφορά την αμέσως προηγούμενη απόσταση), όπως εκείνο όπου η Λίζι Κιού αποφάσισε να βαδίσει γαλήνια προς το θάνατο.
Όσον αφορά τα 206 λεπτά της ταινίας...Μάλλον θα μας κάνει πολύ καλό να επιμορφωθούμε αδιαμαρτύρητα, ως προνομιούχοι στην καθοριστική σύζευξη μυθοπλασίας και κοινωνικοϊστορικών γεγονότων, τα οποία μάλιστα άργησαν κινηματογραφικά να βγουν στο φως (με τον τρόπο που όφειλαν) εδώ και έναν αιώνα! Η αξιοπρόσεκτη κατάθεση του Μάρτιν Σκορσέζε σέβεται την Αλήθεια των Οσέϊτζ, δίχως να επαναπαύεται σε πιο “εύπεπτες” κινηματογραφικές φόρμες. Ο επίλογος της ραδιοφωνικής θεατρικότητας, παντρεύει γενναιόδωρα τρεις Τέχνες (Θέατρο, Κινηματογράφο, Μουσική), θυμίζοντας έναν συνειδητοποιημένο μαέστρο (Σκορσέζε), που έβαλε την ανθρωπιστική υπογραφή του στο έργο, παίζοντας τη μελωδική κατακλείδα με τη Φωνή της Ψυχής του.
Σκεπτικό…
Μεθοδολογία
Εκφράσεις
Ο Σκορσέζε επιλέγει να επιστήσει την προσοχή του θεατή, όσον αφορά τον καθρεπτισμό της κοινωνικοϊστορικής μελέτης για την αληθινή απόκτηση πλούτου των Οσέϊτζ, χρησιμοποιώντας ασπρόμαυρα κάδρα με πλαίσιο αναλογιών 1:33:1. Έχει βάλει εκεί τους ηθοποιούς του να αναπαραστήσουν αληθινές στιγμές, όπου οι Οσέϊτζ έκαναν αγορές αυτοκινήτων ή έβγαζαν οικογενειακές φωτογραφίες με τα επίσημα ρούχα τους στην πόλη. Ξαφνικά, θα μας εισαγάγει σε έγχρωμο κάδρο, γνωρίζοντάς μας τον πρωταγωνιστή Έρνεστ Μπέρκχαρτ, ο οποίος καταφθάνει με τρένο στην Οκλαχόμα. 2:39:1 είναι η κυρίαρχη αναλογία στα υπόλοιπα σημεία του έργου.
Voiceover Ψυχογράφημα
Κάτι που έχει ενδιαφέρον, είναι η επιλογή περσόνων στο voiceover. Ένα voiceover διακριτής αντήχησης, που εκλογικευμένα αφορά τη Μόλι και άλλους Ινδιάνους (χωρίς να είναι ξεκάθαρο, εάν μίλησαν στο δικαστήριο ή στον θεατή/ακροατή), αλλά περιέργως περιλαμβάνει και τον παράνομο λευκό Τζον Ράμσεϊ. Ίσως λοιπόν, η επιλογή του Τζον Ράμσεϊ να αφορά μια κατάθεση μεταμέλειας για τις πράξεις κάποιων λευκών (εξάλλου, ο ίδιος λέει αργότερα στον Έρνεστ, ότι τελείωσε με όλα αυτά/και μάλλον ντράπηκε να πυροβολήσει στο κούτελο τον Χένρι, διότι θα τον κοιτούσε).
Μουσική
Εάν ήταν ποτέ δυνατόν να παρουσιαστεί κινηματογραφικά η συνύπαρξη ινδιάνικης και λευκής μουσικής, με παραδοσιακά ρυθμικά κρουστά, αινιγματικό μπάσο και προ-μπλουζ ατμόσφαιρα, η οποία ευνοεί την κρυπτο-δολοφονικών προθέσεων αύρα, τότε ο Ρόμπι Ρόμπερτσον (1943-2023) ήξερε το πώς...
“Καλός” & “Κακός” Προικοθήρας
Η σεναριακή σχέση αντιπαλότητας με τον Μπιλ Σμιθ και τον Έρνεστ Μπέρκχαρτ είναι απόλυτα οργανωμένη. Δεν είναι εύκολο να ορίσεις μεταξύ 2 διεφθαρμένων, ποιος ήταν “καλός” & “κακός” προικοθήρας...
Πιο Αναλυτικά…
Δηλητήριο
Η ατιμώρητη εκμετάλλευση πυρασφάλειας του Χέϊλ θα ανάψει φωτιές στον κόσμο του Έρνεστ, καθότι ο ίδιος θα θυμηθεί τις μασωνικές ξυλιές που δέχτηκε, επανεκτιμώντας, πως δεν είχαν τελικά το παραμικρό νόημα αρχών (εφόσον, ο Έρνεστ είχε αθετήσει επίσης παρανόμως τη συμφωνία σε μια ασφάλιση -τότε αμαξιού- μα τιμωρήθηκε). Τότε ο Έρνεστ αποφασίζει να σταματήσει να χορηγεί τον θάνατο στη Μόλι. Και μάλιστα, γεύεται ο ίδιος το δηλητήριο! Αυτή η σπουδαία στιγμή αφορά σε σκηνοθετικό και σεναριακό βαθμό την οπτικοποίηση της επιλεγμένης προτιμώμενης αγάπης του Έρνεστ για τη σύζυγο Μόλι και όχι για τον θείο Χέϊλ με τα λεφτά του.
Ερμηνείες
Λίλι Γκλάντστοουν (Μόλι): Αναμφισβήτητα, η πιο ορθά εντεταγμένη ερμηνεία στη βαρύτητα του υποβλητικού σκορσέζικου αυτού μοτίβου. Μας μεταφέρει μια περσόνα με πραότητα και αρχές επιφύλαξης, που θα αφήσει όμως την αυστηρότητά της, όταν η ίδια θελήσει να ευτυχήσει. Οι ελευθερωμένες γλυκές εκφράσεις του προσώπου της αρχίζουν και λύνουν τη δυσπιστία της Μόλι, όταν πρωτογνωρίζει τον Έρνεστ. Η εκπεφρασμένη οδύνη για τους νεκρούς της έχει μεγάλο ενδιαφέρον, είτε μέσα από βωβή έκφραση είτε με πνιχτά αναφιλητά. Έπειτα, θα ξεχωρίσει στην ιδανική ερμηνεία της σταδιακής εξασθένισης. Και στα μεσαία πλάνα στο κοινό του δικαστηρίου, με θυμό και αγαλλίαση.
Λεονάρντο Ντι Κάπριο (Έρνεστ): Ο ταλαντούχος ηθοποιός έχτισε εδώ ένα μοτίβο, που επιμελείται λεπτομερώς τον χαρακτήρα από την εμφάνιση μέχρι την ιδιοσυγκρασία. Έχει εφεύρει έναν ιδιαίτερο τρόπο ομιλίας, χρησιμοποιώντας την κάτω γνάθο στο σαγόνι και έτσι αξιοποιεί αυτό το οπτικό τμήμα ερμηνείας, για να καθρεπτιστεί και η σκέψη του πονηρού αλλά αργόστροφου ρόλου, Έρνεστ. Η συναισθηματική αποτύπωση της διστακτικότητας στα ηθικά διλήμματα του Έρνεστ διακρίνεται σταθερά. Η δική του οδύνη σοκάρει. Εντυπωσιακή στιγμή όλης της ερμηνείας, αποτελούν οι ασυγκράτητοι σπασμοί στο πρόσωπο του Έρνεστ, όταν λέει ψέματα στη Μόλι, σχετικά με την πλήρη χορήγηση του φαρμάκου της.
Ρόμπερτ Ντε Νίρο (“βασιλιάς” Χέϊλ): Έχει ενδιαφέρον ο έλεγχος της ερμηνείας, με δραματική βάση και κωμικά στολίδια σε σημεία, υποδεικνύοντας στο θεατή το Ρεαλισμό της αμήχανης ζωής. Ο ερμηνευτής ενισχύει το δίδυμο “βασιλιά” και Έρνεστ. Η αίσθηση επιβλητικού ή υποδόριου πατροναρίσματος κυριαρχεί στην αύρα του Χέϊλ! Οι στιγμές στα κάγκελα της φυλακής είναι οι καλύτερές του. Απλά, δυστυχώς στην αρχή της ταινίας τα πρώτα λόγια του στα ινδιάνικα δεν τα είπε καθόλου πειστικά...
Γιάννης Κρουσίνσκυ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eretikos.gr