Αμερικάνικες ιστορίες
Το 1870 η αμερικανική κυβέρνηση εκτόπισε τους αυτόχθονες Όσεϊτζ από το Κάνσας όπου διέμεναν, στην Οκλαχόμα. Οι Όσεϊτζ πλήρωσαν και αγόρασαν τα εδάφη τους και ήταν η μόνη φυλή αυτοχθόνων Αμερικανών που αγόρασε τα εδάφη της. Μετά από μερικά χρόνια όμως, γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1890 βρέθηκε στην περιοχή πετρέλαιο και ξαφνικά οι Όσεϊτζ απέκτησαν πλούτο ο οποίος επρόκειτο να μοιραστεί σε όλα ανεξαιρέτως τα μέλη της φυλής. Δυστυχώς όμως για αυτούς ο αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει τις περιοχές των Όσεϊτζ. Οι ηγέτες της φυλής συμφώνησαν να μοιράσουν τις επιφανειακές ιδιοκτησίες, αλλά διαπραγματεύτηκαν πολλά χρόνια με την κυβέρνηση για να διατηρήσουν τη συλλογική ιδιοκτησία των εξορυκτικών δικαιωμάτων προκειμένου να ευεργετηθούν οι Όσεϊτζ ως σύνολο. Η φυλή των Όσεϊτζ κρίθηκε «ανίκανη», οπότε με τη συσσώρευση του πλούτου που ήρθε με το πετρέλαιο, η αμερικανική κυβέρνηση θέσπισε ένα σύστημα με προστάτες που θα βοηθούσαν τους Όσεϊτζ να διαχειρίζονται τα χρήματά τους και οργανώθηκε έτσι ένα δίκτυο διαφθοράς που έδωσε περιθώριο να κλαπούν εκατομμύρια δολάρια από τη φυλή. Οι διάφοροι κερδοσκόποι μηχανεύονταν διάφορους τρόπους για να αποσπάσουν τις περιουσίες των αυτοχθόνων και εκμεταλλεύτηκαν έναν νόμο που απαγόρευε σε οποιονδήποτε που δεν ήταν τουλάχιστον μισός Όσεϊτζ να κληρονομεί δικαιώματα εξόρυξης. Έτσι έγινε πλήθος εικονικών γάμων και ακολούθησαν περίεργοι φόνοι με σκοπό να περάσουν οι περιουσίες στους επιζήσαντες δικαιούχους. Η κατάσταση είχε γίνει ανεξέλεγκτη και έτσι, μετά από αίτημα των Όσεϊτζ παρενέβη η αμερικανική κυβέρνηση στέλνοντας στην περιοχή κλιμάκιο του Εφ Μπι Άι με επικεφαλής τον αστυνόμο Τομ Γουάιτ για να διερευνήσει τα εγκλήματα.
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται η νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε “Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού” (Killers of the flower moon). Ο μεγάλος αμερικανός σκηνοθέτης για μια ακόμη φορά διεισδύει στα άδυτα της αμερικανικής ιστορίας για να εξετάσει τις ρίζες επάνω στις οποίες αναπτύχθηκε το αμερικανικό έθνος. Κάτι που έκανε και στο παρελθόν με ταινίες όπως “Τα καλά παιδιά” (1990), “Συμμορίες της Νέας Υόρκης” (2002) κ.α.
Βλέποντας αυτό το μεγαλειώδες κινηματογραφικό έπος του Σκορζέσε μπόρεσα να αντιληφθώ το γιατί το κοινό που είδε την πρεμιέρα στις Κάννες χειροκροτούσε επί 9 λεπτά όρθιο τον σκηνοθέτη μετά το τέλος της προβολής. Και να μην ξεχνάμε πως μιλάμε για μια ταινία που διαρκεί 3,5 ολόκληρες ώρες!
Εντάξει, ξέραμε πως έχουμε να κάνουμε με έναν από τους πιο σημαντικούς εν ζωή σκηνοθέτες, ένα ιερό τέρας του κινηματογράφου, έναν δημιουργό με πολυεπίπεδο έργο που περιλαμβάνει ταινίες οι οποίες άφησαν εποχή. Και ο οποίος παρά τα 80 του χρόνια, φαίνεται πως δεν έχει χάσει τίποτε από τη φρεσκάδα και τη δημιουργική του ορμή. Αληθινός βιρτουόζος, πιάνει την ιστορία του και την κάνει φύλλο και φτερό. Με την κάμερα να ανεβοκατεβαίνει μέσα στο πλατό, με εντυπωσιακά πανοραμικά πλάνα, με αγέρωχα κοντινά πλάνα που “σκαλίζουν” τους χαρακτήρες, με αργή κίνηση (slow motion) που μεγαλώνει την ένταση, με μοντάζ που δίνει καταιγιστικό ρυθμό στη δράση. Όλα αυτά και άλλα πολλά ακόμη, συνθέτουν μια συγκλονιστική ταινία, μια ιστορία βίαιων φόνων, ένα αστυνομικό φιλμ που διεισδύει στα άδυτα μιας κοινωνίας. Και όχι μόνον αυτό, αφού δεν μιλάμε μόνον για μια ταινία με “καλούς” και “κακούς”, με παράνομους και ανθρώπους του νόμου. Αλλά για μια ταινία που στο υπόβαθρό της βρίσκεται ο ρατσισμός των αποίκων και το μίσος τους για τους αυτόχθονες. Με τους πρώτους να θεωρούν αυτοδικαίως τους εαυτούς τους ως ιδιοκτήτες μιας χώρας στην οποία βρέθηκαν κατά τύχη. Τέλος, είναι μια ταινία για τους ανθρώπους που βρέθηκαν μέσα στη δίνη των γεγονότων και έχασαν τον εαυτό τους. Όπως ο νεαρός Έρνεστ Μπέρκχαρτ που έφτασε στην Οκλαχόμα από τον πόλεμο γεμάτος όνειρα αναζητώντας μια νέα ζωή. Κι εκεί, ευρισκόμενος υπό την προστασία του πλούσιου θείου του, του Γουίλιαμ Χέιλ, αγάπησε και παντρεύτηκε μια Ινδιάνα, τη Μόλι. Και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει έγινε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εκμετάλλευσης, των εκβιασμών και των φόνων.
Μια 100 % αμερικάνικη ιστορία, μια ταινία που αναδεικνύει τη βία επάνω στην οποία οικοδομήθηκε το αμερικανικό όνειρο και άλλα όνειρα που έγιναν εφιάλτες.
Ιδιαίτερα εμπνευσμένη η σεκάνς του τέλους, όπου εν είδει ραδιοφωνικής εκπομπής, μέσα από το τεράστιο ραδιοφωνικό στούντιο, παρακολουθούμε την εξέλιξη των γεγονότων και το πως κατέληξαν οι ζωές των ηρώων.
Πολύ σημαντικός είναι και ο ρόλος της μουσικής, με διάφορα κάντρι, μπλουζ και ροκ’ν’ρολ κομμάτια να συνοδεύουν τη δράση, υπογραμμίζοντας το χώρο και το χρόνο.
Όσο για τις ερμηνείες, δεν έχουμε παρά να βγάλουμε το καπέλο στον Λεονάρντο Ντι Κάπριο που δίνει μια ώριμη και απόλυτα πειστική ερμηνεία στο ρόλο του Έρνεστ. Και βέβαια να υποκλιθούμε στον “γίγαντα” Ρόμπερτ Ντε Νίρο που κάνει το δύσκολο να φαίνεται εύκολο με τη μεστή του ερμηνεία στο ρόλο του Γουίλιαμ Χέιλ. Και τέλος να σταθούμε στη διακριτικά σπαρακτική και αφοπλιστική ερμηνεία της Λίλι Γκλαντστόουν, στο ρόλο της Μόλι.
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com