Μενού

ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ - Βασίλης Μάλτας

1820 6

Οι δρόμοι που μας οδηγούν οι ζωές μας και οι δρόμοι που επιλέγουμε να βαδίσουμε

 “Κι αν είχες γνωρίσει κάποιον άλλον συγγραφέα στον ξενώνα; Κάποιον που θα είχε διαβάσει τα ίδια βιβλία με σένα, θα είχε δει τις ίδιες ταινίες, θα σε βοηθούσε κι αυτός στη δουλειά σου;”.
 “Δεν γίνεται έτσι στη ζωή”.
– “Αλλά μήπως τώρα ξάπλωνες δίπλα σε ‘κείνον;”.
– “Αυτή είναι η ζωή μου και τη ζω μαζί σου”.
– “Σε κάνει ευτυχισμένη, όμως;”, ρωτά ο Άρθουρ.
– “Εδώ κατέληξα άρα εδώ πρέπει να βρίσκομαι”, απαντά η Νόρα – απαντώντας, άραγε, και στον εαυτό της;

Μάς φέρνουν σε  προκαθορισμένους ερήμην μας προορισμούς οι δρόμοι της ζωής ή επιλέγουμε τους δρόμους που βαδίζουμε; Αν μας οδηγεί ένα πεπρωμένο όπου μάς αποκαλύπτεται ο εαυτός μας, έχει νόημα να επιδιώκουμε την ευτυχία; Αν, αντίθετα, επιλέγουμε τις διαδρομές μας, ανακαλύπτοντας οι ίδιοι τον εαυτό μας, επιθυμώντας να δημιουργήσουμε τις συνθήκες της ευτυχίας μας, έχουμε επίγνωση τι μας συνδέει, τι μοιραζόμαστε και πως αλληλοδιαμορφωνόμαστε με τους άλλους, κι αν τελικά ανοιγόμαστε ή περιχαρακώνομαστε μπροστά στην προοπτική της ευτυχίας; Είμαστε μονάχα όσα ζούμε ή και όσα δεν μπορέσαμε ή φοβηθήκαμε να ζήσουμε; Και, άραγε, αποθέτουν ένα βάρος στη ζωή που ζούμε, διεκδικούν μια δικαίωση, την αναγνώρισή τους στη συνείδησή μας;

 “Κι αν δεν είχες φύγει ξαφνικά, αν είχαμε μεγαλώσει μαζί;”.
Η Νόρα ήταν η Να-Γιανγκ μέχρι τα 12 πρώτα της χρόνια στη Νότια Κορέα πριν η οικογένειά της αποφασίσει να μετακομίσει στον Καναδά. Άραγε, όταν η έφηβη Να-Γιανγκ εξηγούσε ανέκφραστα, με πέντε μόνο λέξεις, στις απορημένες συμμαθήτριες και συμμαθητές της γιατί χαίρεται που φεύγει από την πατρίδα της, ήταν ήδη αποφασισμένη να θυσιάζει οτιδήποτε χρειάζεται για να πραγματοποιήσει την επαγγελματική της φιλοδοξία ή απωθούσε τον φόβο γι’ αυτήν τη μεγάλη αλλαγή και, κυρίως, τη θλίψη που θα αποχωριζόταν τον Χε-Σανγκ, τον πρώτο της έρωτα; Πόσο άλλαξε  σ’ αυτήν τη διαδρομή προς την επαγγελματική καταξίωσή της; Η αλλαγή κι ο εξαμερικανισμός του ονόματός της, η νέα γλώσσα όπου πλέον εξέφραζε συναισθήματα και σκέψεις, η απόκτηση νέας ταυτότητας και η αντίληψη ενός νέου εαυτού, έσβησαν τον παλιό της εαυτό; Πόσο την βαραίνουν οι απώλειες της; Άραγε, τι απογίνεται εκείνο το παιδί που είμασταν κάποτε, αναγνωρίζουμε την ύπαρξή του στα θεμέλια της ενήλικης προσωπικότητάς μας, παραμένει ζωντανή συναισθηματικά η ανάμνησή του ή μεγαλώνοντας αισθανόμαστε ότι αφορά έναν άλλον άνθρωπο; Πόσο μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσα στον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό, ψυχολογικό χρόνο μετρώντας πόσο απέχει η μια περασμένη ζωή μας από την άλλη μέσα σ’ αυτήν τη ζωή μας;

– “Τότε ήθελες το Νόμπελ. Τώρα, ποιο βραβείο θέλεις να κερδίσεις;”, ρωτάει με βεβαιότητα ο Χε-Σανγκ τη Νόρα.
– “Στον ύπνο σου, παραμιλάς στα Κορεάτικα. Είναι σαν μια χώρα όπου δεν μπορώ να μπω”, λέει ο Αμερικανός Άρθουρ στην έκπληκτη Νόρα που το αγνοούσε. Πόσες ζωές βιώνουμε στη ζωή μας, με πόσες διατηρούμε σύνδεση; Η Νόρα έχει απωθήσει τη Να-Γιανγκ και, μαζί της, τον Χε-Σανγκ ενώ εκείνος προσκολλάται στην ανάμνησή της. Για τη Νόρα, ο χρόνος προχωράει γραμμικά, ακόμα και μετά τη διαδικτυακή επανασύνδεσή τους 12 χρόνια μετά, όταν πάλι τον είχε εγκαταλείψει λυγίζοντας από τις δυσκολίες της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε ενώ για τον Χε-Σανγκ ο χρόνος έχει παγώσει σε εκείνη την εποχή που φωτίστηκε από τον άφθαρτο έρωτά του για τη Να-Γιανγκ. Εκείνη είναι πραγματίστρια (συμβάλλει, άραγε, η απώθηση των αναμνήσεων τής παιδικής της ηλικίας, ιδιαίτερα του πρώτου της έρωτα;) ενώ εκείνος είναι ιδεαλιστής, εκείνη πιστεύει ότι είμαστε μονάχα όσα ζούμε κι ότι δεν αποτίθεται βάρος απ’ όσα δεν μπορέσαμε ή φοβηθήκαμε να ζήσουμε ενώ εκείνος αισθάνεται ότι “κοιτάζουμε τον κόσμο μια φορά, στα παιδικά μας χρόνια, και όλα τα άλλα είναι ανάμνηση”, όπως είχε πει η Λουίζ Γκλουκ: αφήνουν αποτύπωμα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα του πρώτου έρωτα ή όσο απομακρυνόμαστε από εκείνη τη μαγική περίοδο όπου σαν παιδιά είμασταν απόλυτα αληθινοί, έκθαμβοι και φοβισμένοι ανακαλύπτοντας τη ζωή, όπου ζούσαμε παράλληλα σε έναν προσωπικό μας κόσμο, περιβάλλουμε το παρελθόν με την αχλή της εξιδανίκευσης; Ο Χε-Σανγκ πιστεύει ότι την ξέρει για πάντα ενώ στον Άρθουρ δεν αρκεί η γνώση της στο σήμερα επειδή αγνοεί το χτες τής παιδικής της ηλικίας κι ας ξαπλώνει στο πλευρό του κάθε βράδυ. Πόσες περασμένες ζωές στη ζωή κάθε αγαπημένου προσώπου γνωρίζουμε και πόσες περισσότερες αγνοούμε; Και, βαθαίνοντας στη γνώση του αγαπημένου, βρίσκουμε ένα νήμα που θα μπορούσε να τις συνδέσει;

Οι ανθρώπινες σχέσεις απεικονίζονται με τόση φυσικότητα κι αυθεντικότητα που παραπέμπουν σε οικείες μας καταστάσεις, συντονιζόμαστε αβίαστα. Η Νοτιοκορεάτη-Καναδή  Σονγκ που ζει στις ΗΠΑ, δεν κρίνει, παρατηρεί τους ήρωές της με τρυφερότητα και κατανόηση στα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματά τους που θέλουν να ερμηνεύσουν, στα ερωτήματά τους για το πώς θα ήταν η ζωή τους αν είχαν ακολουθήσει άλλους δρόμους, αν ήταν γραφτό να ακολουθήσουν αυτούς τους δρόμους μέσα από την βουδιστικής προέλευσης ιδέα του “ιν-γιον” όπου το παρελθόν εμποτίζει το παρόν κι όσα ζούμε, επιδρούν στις επόμενες ζωές μας. Τους παρατηρεί στην διάθεση και την προσπάθεια να αποδεχτούν τη ζωή και τούς εαυτούς τους βιώνοντας τα μυστήρια των ανθρώπινων σχέσεων, στην αναζήτηση του έρωτα, της αγάπης και της αγάπης μετά τον έρωτα, στις διαδρομές που οδηγούν στο ψυχικό άνοιγμα να προτάσσεται ελεύθερα ο αμοιβαίος σεβασμός στην ελευθερία του άλλου ακόμα κι όταν αποκλίνουν οι επιθυμίες. Μια ταινία για τη ζωή που ορίζεται εξίσου απ’ όσα ειπώθηκαν και δεν ειπώθηκαν, για τις χαρές και τις συγκινήσεις, και, μαζί, τις πληγές που χαίνουν και τον υπόκωφο πόνο. Είναι μεγάλη η συγκινησιακή δύναμη που πηγάζει από τα βλέμματα, τα αμήχανα, επίμονα και συγκινημένα βλέμματα, τις στάσεις των σωμάτων, τις σιωπές που βαθαίνουν την ανάσα μας, τα μεσαία πλάνα με τα προφίλ των προσώπων (λίγα τα γκρο πλάνα), τις κινήσεις της κάμερας που πηγαινοέρχεται στοχαστικά στα πρόσωπα, θαρρείς θέλοντας να συνδέσει τους κόσμους των ανθρώπων που βρίσκονται τόσο κοντά και, ταυτόχρονα, τόσο μακριά.

Και, παρά την έλλειψη μιας μεγαλύτερης εμβάθυνσης στους χαρακτήρες, όπως ο μονοδιάστατος χαρακτήρας του Άρθουρ, το ότι δεν μας μεταδίδεται όσο θα θέλαμε ο πόνος της Νόρα έχοντας απωθήσει την Κορεάτικη ταυτότητά της και μια επιφανειακότητα στον ρόλο του πεπρωμένου στις ζωές των ηρώων, βυθιζόμαστε ανεπαίσθητα, πλάνο με το πλάνο, ατάκα με την ατάκα, βλέμμα με το βλέμμα, σε έναν ονειρικά μελαγχολικό κόσμο όπου οι περασμένες ζωές βρίσκουν τη δικαίωσή τους. Και, βέβαια, μας αγγίζουν βαθιά οι υπέροχες ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών, ιδιαίτερα του Τέο Γιο, ευαίσθητος, θλιμμένος, στοχαστικός που, ταυτόχρονα, παραμένει ένα συνεσταλμένο αγόρι, και της Γκρέτα Λι που ξεχειλίζει αυτοπεποίθηση κι αποφασιστικότητα, μεταδίδοντας τις φευγαλέες ευθραυστότητες που επιτρέπει στον εαυτό της.

Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr

Smart Search Module