Με τη νέα του ταινία, «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού», ο Μάρτιν Σκορσέζε μας προσφέρει μια συναρπαστική ταινία στο στιλ των κλασικών ταινιών του αμερικανικού σινεμά, που πέρα από την εξαίρετη τεχνική της (φωτογραφία, ντεκόρ, κοστούμια, και γενικά πλούσια παραγωγή), ένα ταξίδι πίσω στην θλιβερή συχνά, επεκτατική, με τα τόσα εγκλήματα και δεινά, ιστορία της δημιουργίας της Αμερικής, που ο σκηνοθέτης ταινιών όπως «Τα χρόνια της αθωότητας», «Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης» και «Ο Ιρλανδός», δεν έπαψε να εξερευνά σε βάθος και με ειλικρίνεια.
Στους «Δολοφόνους του ανθισμένου φεγγαριού», ο Σκορσέζε, με βάση το βιβλίο του Έρικ Ροθ, στρέφεται σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Οκλαχόμα της δεκαετίας του 1920, με επίκεντρο τις δολοφονίες μελών της αυτόχθονης φυλής των Όζεϊτζ και τη δημιουργία του FBI. Διωγμένοι από την πλουσια γη της Οκλαχόμα, που ήθελαν για λογαριασμό τους οι Αμερικανοί έποικοι, οι Ερυθρόδερμοι της φυλής Όζεϊτζ αναγκάστηκαν, ύστερα από συμφωνία με την κυβέρνηση, να μετακομίσουν μόνιμα σε μια άλλη άγονη, όπως αρχικά υπέθεσαν, περιοχή.
Περιοχή όμως στην οποία ανακαλύφθηκε μαύρος χρυσός που ξαφνικά έκανε πλούσια, πέραν κάθε φαντασίας, τα μέλη της φυλής. Ευκαιρία που άδραξαν οι πονηροί και αδίστακτοι λευκοί έποικοι για να τους εκμεταλλευτούν, παρουσιαζόμενοι είτε ως προστάτες τους, είτε για να παντρευτούν τις γυναίκες τους και τις οποίες στη συνέχεια δολοφονούν με διάφορους τρόπους. Όπως ακριβώς κάνουν ο ´Ερνεστ του ΝτιΚάπριο, που παντρεύεται την Μόλι (Λίλι Γκλάντστοουν), και ο ονομαζόμενος «βασιλιάς» Μπιλ Κέιν του Ρόμπερτ Ντε Νίρο που προσποιείται τον φίλο τους για να οργανώνει τις δολοφονίες και να αυξάνει τον έλεγχο και την εξουσία του.
Ο Σκορσέζε ακολουθεί την πορεία του Έρνεστ που, παρά τον έρωτα και την εμπιστοσύνη του στην Μόλι (εμπιστοσύνη που έχει κι η Μόλι σ’ αυτόν), αρχίζει σταδιακά να χάνει τις ηθικές αξίες του και να ενδίδει στο έγκλημα και την προδοσία, προδίδοντας ακόμη και τη γυναίκα του.
Με πρόσωπα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται, παίζοντας το ρόλο των ενδιάμεσων εκτελεστών, και με τους φόνους των ανθρώπων της φυλής να αυξάνονται, με ιδιωτικούς ντετέκτιβ να ξυλοφορτώνονται και να απειλούνται ώστε να εγκαταλείψουν την έρευνα τους, με την εμφάνιση των ερευνητών του ειδικού τμήματος που διορίζει ο αμερικανός πρόεδρος (που πίσω του βρίσκεται ο Έντγκαρ Χούβερ και η ίδρυση του FBI), ο Σκορσέζε ακολουθεί μια αφήγηση βασικά ρεαλιστική, ισορροπώντας τα διάφορα στοιχεία.
Aφήγηση στην οποία προσθέτει και στοιχεία εξωπραγματικά, ονειρικά θα έλεγα, ακόμη και συμβολικά, με φαντάσματα νεκρών και μια κουκουβάγια που εμφανίζεται στα θύματα λίγο πριν από το θάνατο τους, στοιχεία που αντλεί από τις παραδόσεις και τα τραγούδια των μελών της φυλής Όζεϊτζ, προσδίδοντας μια σουρεαλιστική, λυρική ατμόσφαιρα στην όλη ταινία.
Η διείσδυση, από τη μια, του αντι-ήρωά του Σκορσέζε στην κόλαση και η, από την άλλη, σθεναρά, αγωνιστική στάση της Μόλι να υπερασπιστεί τη φυλή της, είναι που προκαλούν τις συγκρούσεις και το όλο ενδιαφέρον της, διάρκειας τρεισήμισι σχεδόν ωρών, συγκλονιστικής αυτής ταινίας, με τους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές (ΝτιΚάπριο, ΝτεΝίρο και Γκλάντστοουν) να αναπλάθουν με δύναμη και πάθος τρεις θαυμάσιους χαρακτήρες, που, μαζί με τη σκηνοθεσία, προσφέρουν ένα σύνθετο, αξέχαστο, στην καλύτερη παράδοση του αμερικανικού κινηματογράφου, θέαμα, ταυτόχρονα και ελεγεία πάνω σε μια από τις τόσες τραγωδίες στις οποίες στηρίχτηκε η ανάπτυξη και καθιέρωση της σύγχρονης, ισχυρής Αμερικής.
Τρεισήμισι ώρες, πρέπει να προσθέσω, που, χάρη στο καλογραμμένο σενάριο, τον ωραίο, σωστά ελεγχόμενο ρυθμό, και την εξαίρετη τεχνική της (φωτογραφία, ντεκόρ, κοστούμια και γενικά την πλούσια παραγωγή της), παρακολουθούνται με την ίδια πάντα αγωνία και το ίδιο ενδιαφέρον, ακόμη και όταν γνωρίζουμε την τραγική εξέλιξη.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr