Η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε αρχίζει με μια τελετή και ο φακός του Ροντρίγκο Πριέτο «ρουφά» με όρεξη ένα τοπίο όχι και τόσο συνηθισμένο στο έργο του σκηνοθέτη: κυριαρχεί η γαλήνια ομορφιά του αμερικανικού τοπίου, κάτω από τον δυνατό ήλιο, μέσα στην απεραντοσύνη των λιβαδιών και των χωραφιών. Είναι μια πραγματικά συνταρακτική, χορταστική εισαγωγή, από την οποία δεν λείπουν «κόλπα» όπως το slowmotion (αργή κίνηση), όπως και κάποιες σκηνές γυρισμένες ασπρόμαυρες που δημιουργούν αμέσως ένα κλίμα νοσταλγίας αλλά και μυστηρίου.
Από την έναρξη κιόλας της ταινίας, μιας τεράστιας σε διάρκεια (τρεισήμισι ώρες), επικής δημιουργίας, από αυτές που δεν συνηθίζουμε πλέον να βλέπουμε στον αμερικανικό κινηματογράφο, γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι οι προθέσεις του δημιουργού της είναι να εισχωρήσει σε ανεξιχνίαστα μέχρι σήμερα για εκείνον χωράφια, αυτά που ορίζουν έναν από τους πυλώνες της Ιστορίας του αμερικανικού σινεμά, την οποία τόσο καλά ξέρει και τόσο πολύ αγαπά: του γουέστερν.
Η ταινία βέβαια, δεν είναι ακριβώς γουέστερν αλλά έχει τον χαρακτήρα του είδους ,η ιστορία εξάλλου τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα στην Οκλαχόμα. Και αυτό που ακολουθεί είναι μια ελεγεία, ένας ασταμάτητος θρήνος του Σκορσέζε, ένα βαθύ παράπονο για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από την «λευκή υπεροχή» προς τους ιθαγενείς της Αμερικής, εν προκειμένω τους Ινδιάνους της φυλής Οσέιτζ που βρίσκονται στην καρδιά της ιστορίας (βασισμένης στο ερευνητικό βιβλίο του Ρόμπερτ Γκράχαμ με τον ίδιο τίτλο).
Πίσω από την εντελώς επίπλαστη ευγένεια, την οικειότητα, την φιλικότητα, το τάχα μου δήθεν ενδιαφέρον του προύχοντα της περιοχής επιχειρηματία Μπιλ Χέιλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο), κρύβεται ο πεινασμένος καρχαρίας που οσμίζεται το αίμα και κατασπαράζει, αμείλικτα, τα θύματά του. Η περιοχή έχει πετρέλαιο και οι περισσότερες εκτάσεις ανήκουν στους Ινδιάνους. Οπότε τα πολλά λόγια περιττεύουν.
Ο Σκορσέζε ενορχηστρώνει σύντομες αλλά εφιαλτικές σκηνές βαρβαρότητας στις οποίες οι συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες γίνονται οι εκτελέσεις, εύκολα παραπέμπουν στον τρόπο λειτουργίας των γκάνγκστερ διάσημων ταινιών του όπως «Τα καλά παιδιά», «Καζίνο» κ.α. Και εκεί, είναι το μόνο σημείο που σε κάνει να νιώθεις ότι η ταινία επαναλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο πέρα από την ίδια την κινηματογράφηση αυτών των σκηνών που βεβαίως γίνεται μαεστρικά.
Ένα εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο των «Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού» είναι ότι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ο Ερνεστ Μπούρκχαρτ, είναι ίσως ο πιο αρνητικός και παθητικός χαρακτήρας της. Τσιράκι του θείου του και παντρεμένος με μια Ινδιάνα της περιοχής την οποία δείχνει να αγαπά όπως και εκείνη τον αγαπά (Λίλι Γκλάντστοουν), είναι ένας εντελώς αγράμματος, εντελώς ακαλλιέργητος αλλά και εντελώς ανίκανος να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία άνθρωπος.
Είναι το πιο σάπιο ον της ιστορίας και ο Ντι Κάπριο τον ενσαρκώνει με γενναιότητα βγάζοντας μια πρωτόγνωρη εικόνα των υποκριτικών δυνατοτήτων του. Ο ηθοποιός κτίζει προσεχτικά έναν ενδιαφέροντα, τελικά χαρακτήρα, ανασφαλή και άξεστο αλλά εσωτερικά βασανισμένο καθώς ενώ φαίνεται πραγματικά ερωτευμένος με την Ινδιάνα γυναίκα του, ο ίδιος παίζει ρόλο «συνδετημόνα» για την δολοφονία συγγενικών της προσώπων και όχι μόνο.
Aλλά ο πιο γενναίος σε αυτή την ταινία είναι ο ίδιος ο Μάρτιν Σκορσέζε, που τολμά να σηκώσει το χαλί κάτω από το οποίο κρύβεται η σαπίλα και να μας δώσει μια ταινία στην οποία η απληστία, η ασυδοσία, η κτηνωδία, η αλαζονεία αλλά και η ανοησία κάνουν κυριολεκτικά πάρτι μέσα στο βουτηγμένο στο αίμα, αμερικανικό όνειρο.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr