Μενού

ΞΕΡΑ ΧΟΡΤΑ - Θόδωρος Γιαχουστίδης

1847 1

Χιονισμένες συνειδήσεις
Μαζί με τα ξερά (χόρτα) καίγονται και τα χλωρά...

Ο Nuri Bilge Ceylan είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Τούρκους σκηνοθέτες – αν όχι ο σημαντικότερος. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1959 στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή είναι μόλις η ένατη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί σε 26 χρόνια καριέρας. Η φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Η μικρή πόλη» (Kasaba, 1997), «Σύννεφα του Μάη» (Mayis Sikintisi / Clouds of May, 1999), «Μακριά» (Uzak / Distant, 2002), «Κλίματα αγάπης» (Iklimler / Climates, 2006), «Τρεις πίθηκοι» (Üç Maymun / Three Monkeys, 2008), «Κάποτε στην Ανατολία» (Bir Zamanlar Anadolu'da / Once Upon a Time in Anatolia, 2011), «Χειμερία νάρκη» (Kis Uykusu / Winter Sleep, 2014) και «Η άγρια αχλαδιά» (Ahlat Agaci / The Wild Pear Tree, 2018). Οι δύο πρώτες ταινίες του συμμετείχαν στο φεστιβάλ Βερολίνου. Οι υπόλοιπες επτά πήραν όλες μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών, όπου ο Ceylan κέρδισε μπόλικα βραβεία, από το βραβείο σκηνοθεσίας για το «Τρεις πίθηκοι» μέχρι τον Χρυσό Φοίνικα για το «Χειμερία νάρκη».

Και αυτή η ταινία λοιπόν έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών, όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της και τιμήθηκε τελικά με το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την υπέροχη Merve Dizdar. Οι 3 ώρες και 17 λεπτά της διάρκειάς της, την κάνουν τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία του Ceylan, όντας ένα λεπτό μεγαλύτερη από την «Χειμερία νάρκη», την μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία, που κέρδισε ποτέ τον Χρυσό Φοίνικα! Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο πρόσφατο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα. Τέλος, η ταινία αποτελεί και την επίσημη πρόταση της Τουρκίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ!

Η υπόθεση: Ο Σαμέτ, ένας 30 something δάσκαλος καλλιτεχνικών, διανύει τον τέταρτο χρόνο της υποχρεωτικής θητείας του σε έναν απομακρυσμένο, παραδοσιακό οικισμό της Ανατολίας, με μεγάλο ποσοστό κουρδικού πληθυσμού, που τον χειμώνα (ο οποίος κρατάει πολύ) θάβεται μέσα στο χιόνι. Συγκατοικεί με τον Κενάν, έναν συνομήλικό του, επίσης δάσκαλο στο ίδιο σχολείο, ο οποίος είναι από την περιοχή. Ο Σαμέτ δεν βλέπει την ώρα και τη στιγμή να τελειώσει η χρονιά και να πάρει την πολυπόθητη μετάθεσή του στην Κωνσταντινούπολη. Στο σχολείο ξεχνιέται δείχνοντας μια ιδιαίτερη συμπάθεια και προτίμηση στην όμορφη κι έξυπνη μαθήτριά του, την 14χρονη Σεβίμ. Εκτός σχολείου περνάει πολύ χρόνο στο μαγαζί ενός ντόπιου, κάνοντας παρέα με έναν φτωχοδιάβολο, ο οποίος αδυνατεί να βρει δουλειά, έχοντας στο μυαλό του να γίνει αντάρτης στα βουνά. Επίσης, ο Σαμέτ βρίσκει χρόνο να βγάζει υπέροχες φωτογραφίες από την ανθρωπογεωγραφία αυτού του μέρους, που τόσο βιάζεται να αφήσει πίσω του. 

Από τη βαρεμάρα του θα τον βγάλουν δύο γεγονότα: το ότι θα βρεθεί κατηγορούμενος (μαζί με τον Κενάν) για ανάρμοστη συμπεριφορά απέναντι σε μαθήτριές του μετά από ανώνυμη καταγγελία και το ότι θα γνωρίσει μια δασκάλα Αγγλικών από το σχολείο της κοντινότερης μεγάλης πόλης, τη Νουράι. Η βαθιά ριζωμένη μέσα του πατριαρχία θα νιώσει έντονο τσίγκλισμα και ο διανοούμενος αλλά και ανώριμος Σαμέτ δεν θα αντισταθεί να πληγώσει τους πάντες γύρω του. Κι όταν μετά τον βαρύ χειμώνα έρθει απότομα και βίαια το καλοκαίρι, τα χόρτα κατευθείαν από πράσινα θα γίνουν κίτρινα, ξερά και ο Σαμέτ θα πετύχει τον στόχο του και θα φύγει...

Η άποψή μας: Είναι ο Nuri Bilge Ceylan ένας από τους ελάχιστους αυθεντικούς auteurs της εποχής μας – μιας εποχής που τρέχει κι αλλάζει όχι με 24 καρέ το δευτερόλεπτο, αλλά με την ταχύτητα του φωτός; Η απάντηση είναι ένα μεγαλοπρεπέστατο «ναι». Ένας Δημιουργός με την απόλυτη σημασία της λέξεως, που όσο μεγαλώνει, τόσο γυρίζει προς τα πίσω, έχοντας πηγή έμπνευσής του τους μεγάλους της λογοτεχνίας και του θεάτρου, αλλά όντας ταυτόχρονα και τόσο απόλυτα σύγχρονος, μοντέρνος, σημερινός, μέχρι τα όρια του... meta (ναι, μιλώ για εκείνη τη στιγμή, του σπασίματος του τέταρτου τοίχου, όπου η μυσταγωγία της συζήτησης σε ένα ημιφωτισμένο διαμέρισμα κατά τη διάρκεια μιας παγωμένης νύχτας αποκαλύπτεται πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια σκηνή σε φτιαγμένο ντεκόρ μέσα σε ένα αχανές, ψυχρό και απρόσωπο sound stage). Οπότε ο Μπρεχτ συνδιαλέγεται αρμονικά με τον Τσέχοφ, ενώ στο φόντο υπάρχουν ψήγματα – σταλαχτίτες από τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ μέχρι την «Ολεάννα» του Μάμετ. 

Ο Ceylan επιστρέφει σε φόρμα και σχεδόν αγγίζει το απόλυτο αριστούργημά του, το «Κάποτε στην Ανατολία», μετά τη «Χειμερία νάρκη» και την «Άγρια αχλαδιά», ταινίες στις οποίες ενώ μεγαλούργησε και πάλι, έχασε κάπως την ισορροπία ανάμεσα στο Λόγο και την Εικόνα, πριμοδοτώντας εντέλει υπερβολικά τον πρώτο. Και να σκεφτεί κανείς πως ήταν σαφέστατα πιο λακωνικός όταν οι ταινίες του λάμβαναν χώρα κυρίως στην Κωνσταντινούπολη (όπως το «Μακριά» και το πολύ αγαπημένο «Τρεις πίθηκοι»). Κι ας υπάρχει εδώ μια κάποια πιο έντονη συνάφεια με το «Μακριά», ως ένα καθρέφτισμα έξω όμως από τον αστικό ιστό της μεγαλούπολης. Ένας δημιουργός λοιπόν που αλλάζει, που ωριμάζει και που κατορθώνει παρ' όλα αυτά, να συλλαμβάνει πάντα το παρόν, σαν να το παγώνει και να το αποθανατίζει, όπως συμβαίνει δηλαδή με τις υπέροχες φωτογραφίες που βγάζουν οι κεντρικοί ήρωές του – δηλαδή ο ίδιος. Γιατί, πάντα ο ίδιος είναι που «πρωταγωνιστεί» στις ταινίες του. Και δεν είναι καθόλου ναρκισσιστικό αυτό, καθώς η εκδοχή του που βλέπουμε, κάθε άλλο παρά αγαπητή μπορεί να γίνει από τον θεατή. 

Τι είναι ο Σαμέτ της ταινίας μας λοιπόν; Ένας ανώριμος διανοούμενος. Ένας πρώην ιδεαλιστής, που έχει μετατραπεί σε οπαδό της φράσης: «Είς οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάρτης (του)». Ένας δάσκαλος, που δείχνει την ιδιαίτερη προτίμησή του στην Σεβίμ, αλλά που δεν θα χάσει την ευκαιρία να την... τιμωρήσει απροκάλυπτα και με κάθε τρόπο, όταν εκείνη στραφεί εναντίον του, πληγωμένη από την συμπεριφορά του και τα ψέματά του. Ένας ντεμέκ αριστερός, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να παίζει βιντεογκέιμς με τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή (από τις λίγες αστείες σκηνές της ταινίας – παλιότερα, μέχρι το «Τρεις πίθηκοι», ο σκηνοθέτης έβρισκε περισσότερο χώρο για χιούμορ στα φιλμ του). Ένας παιδαγωγός, που δεν έχει κανένα πρόβλημα να θίξει τους μαθητές του, μιλώντας τους αφ' υψηλού, προβάλλοντας προφανώς με λάθος τρόπο την πνευματική του ανωτερότητα, αντί να τα βοηθήσει πραγματικά, να τα ερεθίσει, να τα κάνει καλύτερους ανθρώπους. Ένας εστέτ σωβινιστής, που σνομπάρει αρχικά την ανάπηρη Νουράι – η οποία έχει χάσει το πόδι της σε τρομοκρατική επίθεση κι έχει προσθετικό μέλος – για να ζηλέψει όταν εκείνη δείξει ξεκάθαρα το ενδιαφέρον της για τον Κενάν. Ένας άλλος υποκόμης ντε Βαλμόν, κάτι σαν μαρκησία ντε Μαρτέιγ, που μπορεί να διαλύσει τα πάντα, επειδή απλά... μπορεί. Επειδή απλά είναι στη φύση του. Τα κάνει όλα λάθος ενώ θα μπορούσε να τα κάνει σωστά. 

«Γιατί πρέπει να είμαστε ήρωες;» αναρωτιέται στην πιο σπουδαία διαλογική σκηνή της ταινίας, εκείνη ουσιαστικά που έχει συμπυκνωμένο όλο το «ζουμί» της, όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με την Νουράι. Όπου εκείνη, αγωνίστρια της αριστεράς, χειραφετημένη γυναίκα, που ξέρει τι θέλει, σε μια χώρα που ακόμα κι αυτή η κατάκτηση είναι εν πολλοίς υπό αμφισβήτηση, προτάσσει το γενικό, το συλλογικό καλό, μέσω του οποίου θα προκύψει το ατομικό, το προσωπικό καλό κι εκείνος αντιπαραβάλει το «ας αφήσουμε επιτέλους τους εγωισμούς και να κοιτάξουμε επιτέλους λίγο τον εαυτό μας». Τρομερή, συναρπαστική σκηνή, που γίνεται ακόμα πιο ξεχωριστή εξαιτίας του μπρεχτικού της διαλείμματος. Υπάρχει άραγε ελπίδα ακόμα για τον Σαμέτ; Η μήπως η πολυπόθητη από τον ίδιο επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη δεν θα αλλάξει και πολύ την κατάστασή του; Η ομορφιά των εικόνων της ταινίας είναι απερίγραπτη – και είναι αυτή η Ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο. Και η Ελπίδα είναι γένους θηλυκού: η τσακισμένη Νουράι είναι η λαβωμένη Τουρκία, που ακόμα αντιστέκεται – και που πάντα θα αντιστέκεται – και η υπέροχη πιτσιρίκα Σεβίμ (το κοντινό της, να είναι έξω, να χιονίζει και το χιόνι να απλώνεται στα πλούσια μαλλιά της είναι από τα πιο όμορφα και ποιητικά πλάνα που έχουμε δει ποτέ στο σινεμά!) είναι το νέο, που έρχεται με φόρα, αντιδρώντας απέναντι στο πατρονάρισμα και την πατριαρχία. 

«Αυτό που με παρακίνησε να διηγηθώ την ιστορία αυτού του καθηγητή, ήταν ότι θα μου έδινε την ευκαιρία να θίξω θεμελιώδη ζητήματα αυτής της χώρας και δίπολα όπως το καλό και το κακό, η ιδιοτέλεια και η ανιδιοτέλεια, το προσωπικό και το συλλογικό, η αποξένωση και η περιθωριοποίηση. Με ενδιέφερε το πώς, ενώ η πιθανότητα να αγαπήσουμε είναι πάντα εκεί, χτίζουμε τείχη λόγω προκαταλήψεων, παλιών πολιτικών τραυμάτων, και της τάσης μας να τιμωρούμε τους κοντινούς μας για δικά μας λάθη του παρελθόντος. Αλλά και το πώς ο ιδεαλισμός των νεοδιόριστων καθηγητών σε απομακρυσμένες περιοχές μπορεί να μετατραπεί σε απογοήτευση και αίσθηση ματαιότητας...». Κάντε ένα δώρο στον εαυτό σας και δείτε την ταινία. Και μην σας τρομάζει η τριών ωρών plus διάρκειά της. Ούτε που θα το καταλάβετε πώς θα περάσει η ώρα.

Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr

Smart Search Module