Μενού

ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ - Ηλίας Φραγκούλης

1818 2

Δυο παιδικοί φίλοι που θα μπορούσαν να έχουν ερωτική σχέση στο μέλλον, λες κι η μοίρα τους το ‘χε γραφτό, χωρίζουν τους δρόμους τους όταν η οικογένεια εκείνης μεταναστεύει από τη Νότια Κορέα στον Καναδά. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το Διαδίκτυο θα τους φέρει ξανά σε επαφή. Κι ακόμη δώδεκα χρόνια μετά, θα βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, αντιμέτωποι με το… τι έχασαν;

Σκηνοθετικό ντεμπούτο για την Σελίν Σονγκ, που φανερώνει μια φινετσάτη και σύγχρονη ματιά, μα νομίζει ότι (λόγω προσωπικών εμπειριών που μοιράζεται ως σεναριογράφος μαζί μας) διαθέτει και μια αξιοπρόσεκτη ιστορία που εξαιτίας ορισμένων σκηνών «συγκινησιακής φόρτισης» θα καλύψει τα… άπειρα κενά αφήγησης που δεν δύναται να παραγνωρίσει ένας ψύχραιμος θεατής, έτσι ώστε να βρεθεί στο σημείο να αισθανθεί τα όσα παρακολουθεί. Στην τελική, μένουν κάποιες καλές ιδέες, όχι όμως κι ένα παντοτινό συναίσθημα που θα χαρίσει στις «Περασμένες Ζωές» μια θέση στη μνήμη μας.

Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τη σεκάνς της εισαγωγής. Υποκειμενικό πλάνο, μια γυναίκα κι ένας άνδρας σχολιάζουν τρεις ανθρώπους που κάθονται και συζητούν μεταξύ τους στην άλλη άκρη ενός bar. Κάνουν υποθέσεις για τις σχέσεις που τους συνδέουν, λες κι επρόκειτο για έναν «γρίφο» ο οποίος πρέπει να λυθεί. Δεν έχουν ιδέα (όπως κι εμείς), όμως. Και η γυναίκα που κάθεται ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο άνδρες, γυρνά το βλέμμα της προς τον φακό της κάμερας και μας κοιτά. Ακολουθεί μία κάρτα, η οποία μας πηγαίνει είκοσι τέσσερα χρόνια πίσω. Θα περιμένουμε να δούμε τι απαντήσεις θα μας δώσει το έργο σε σχέση με την αρχική σεκάνς. Θα περιμένουμε μια ευρηματική εξήγηση σύνδεσης γύρω από τους τρεις (τελικά) κεντρικούς ήρωες του φιλμ και τους δύο «αόρατους» θεατές που κάτι τράβηξε την προσοχή τους επάνω τους. Η σκηνή του bar, όντως, υπάρχει αργότερα, με φυσικό διάλογο από την άλλη πλευρά των καθήμενων, όμως, οι «σχολιαστές» απουσιάζουν εντελώς. Γιατί υπήρχε, λοιπόν, αυτή η εισαγωγή; Ουδείς έχει ιδέα! Δεν στηρίζεται πουθενά κι ούτε βγάζει νόημα. Απλά, φάνηκε έξυπνη ως ξεκίνημα της ταινίας για την Σονγκ. Κι ύστερα… ξεχάστηκε!

Ατυχώς για το σενάριο, αρκετά πράγματα «ξεπετάγονται» δίχως νόημα στις «Περασμένες Ζωές», με πρωταρχική την ιδέα ενός παιδικού «ρομάντζου», πάνω στο οποίο πατάει όλη η ιστορία και… δεν υφίσταται ποτέ! Η Να-Γιούνγκ και ο Τζουνγκ Χάε είναι μικρά παιδιά στη Νότια Κορέα, συμμαθητές στο σχολείο και δυνητικά στο ξεκίνημα μιας συναισθηματικής σχέσης. Το παιδικό «flirt» (έχουν δώσει ένα «rendezvous» σε πάρκο, συνοδεία των μητέρων τους…) διακόπτεται άμεσα και άγαρμπα από τη μετακόμιση των γονιών εκείνης στον Καναδά. Η ιστορία αποκτά ένα time gap… δώδεκα ετών (!), δίχως επικοινωνία μεταξύ τους! Εκείνος την αναζητά μέσω των social, ανακαλύπτει πως έχει αλλάξει το όνομά της σε Νόρα, την προσκαλεί σε video κλήση και η στιγμή της «επανένωσης» βγάζει μια γλύκα, αλλά και κάτι το… «awkward». Όχι ακριβώς αδεξιότητα, αλλά… κάτι το παράξενα «λανθασμένο». Το αισθάνονται μετά από λίγες κλήσεις κι αποφασίζουν να διακόψουν για λίγο καιρό. Και περνούν ακόμη δώδεκα χρόνια…

Η Σονγκ αγωνίζεται να μας πείσει για μια κάποια αδιόρατη δύναμη του πεπρωμένου που ενώνει τις ζωές δυο ανθρώπων… θέλοντας και μη, με την περίπτωση της μη τήρησης του «γραμμένου» ως μορφή συμπαντικής παράβασης, που (μάλλον) δεν δίνει άλλες ευκαιρίες σε… επόμενες ζωές. Στα χαρτιά ακούγεται ενδιαφέρον και φιλμικά το υποστηρίζει με μια updated ματιά πάνω στο κισλοφσκικό σινεμά. Σχεδόν ποτέ, όμως, δεν καταφέρνει να προσδώσει στο έργο και τους χαρακτήρες της την αίσθηση του μοιραία ρομαντικού, καταλήγοντας να παρουσιάζει ένα άβολο καταστασιακό ανεκπλήρωτης ερωτικής επιθυμίας που με τίποτα δεν δικαιολογεί το όποιο πάθος ή τη δυστυχία του βίου χωριστά. Κάπως έτσι υποδύονται τους ήρωές τους η Γκρέτα Λι και ο Τέο Γιου, με εκφραστικά μέσα… απορίας κι αβεβαιότητας, σαν δυο Κορεάτες «τουρίστες» που περιδιαβαίνουν τη Νέα Υόρκη δίχως… GPS ή χάρτη και τον Τζον Μάγκαρο να προσπαθεί να μπει στα «παπούτσια» του… απατημένου συζύγου εκείνης, χωρίς να έχει υπάρξει καμία σαρκική επαφή των δύο παλιών… φίλων (και τίποτε παραπάνω, ουσιαστικά)!

Ακόμη κι αν κάποιος με χαρακτηρίσει «ψυχρό» συναισθηματικά ή διόλου ρομαντικό στην ψυχή, αρνούμαι να δεχτώ οτιδήποτε περισσότερο από κάποιες καλές προθέσεις κι ένα οπτικά σωστό αποτέλεσμα, από τη στιγμή που στο παρελθόν το σινεμά μας έχει δώσει μνημειώδη έργα όπως τη «Σύντομη Συνάντηση» (1945) του Ντέιβιντ Λιν ή τ’ «Απομεινάρια μιας Μέρας» (1993) του Τζέιμς Άιβορι. Γιατί στο σήμερα πρέπει να χαμηλώνουμε τόσο πολύ τον πήχη;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δεν πείστηκα ότι παρακολούθησα κάτι το σπουδαίο. Το γυναικείο κοινό που φλερτάρει πιο ένθερμα με τα σενάρια του ανεκπλήρωτου, θα ταυτιστεί περισσότερο με τούτη τη φιλμική «φαντασία» που (πιθανότατα) ξεπερνά την απλοϊκότητα ή τα δικά τους αδιέξοδα της ζωής. Ένας «καταραμένος» έρωτας μπορεί επίσης να προσφέρει ένα είδος κινηματογραφικής «φυγής», υποθέτω. Ποιος είμαι εγώ, που θα σας εμποδίσω να την επιχειρήσετε;

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module