Ο πόλεμος μέσα από τη ματιά δυο παιδιών στην αριστουργηματική, βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας και το Ξενόγλωσσο Όσκαρ, ταινία «Απαγορευμένα παιχνίδια» του Ρενέ Κλεμάν, σε επανέκδοση σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια.
Αρκετές ταινίες μας έχουν μέχρι σήμερα δώσει το θάνατο και τη φρίκη του πολέμου μέσα από τη ματιά των παιδιών, καμία όμως χωρίς συναισθηματισμούς ή εύκολα ευρήματα όπως η ταινία αυτή του Κλεμάν.
Με φόντο τη ναζιστική εισβολή στη Γαλλία το 1940, παρακολουθούμε τον πόλεμο όπως τον αντιμετωπίζουν τα δυο παιδιά της ταινίας, η 5χρονη Πολέτ (εκπληκτική στο ρόλο η μικρή Μπριζίτ Φοσέ, που στη συνεχεια θα εξελιχθεί σε μια πολύ καλή ηθοποιό) και ο νεαρός 9χρονος Μισέλ, που την προστατεύει και την φροντίζει όταν οι γονείς της σκοτώνονται στους η βομβαρδισμούς. Ένα πόλεμο που τα παιδιά, ιδιαίτερα η μικρότερη Πολέτ, δεν καταλαβαίνουν και προσπαθούν να τον ξεπεράσουν βρίσκοντας διέξοδο μέσα από τη φαντασία τους, με τα διάφορα παιχνίδια που παίζουν: με το κρυφό νεκροταφείο που φτιάχνουν, όπου θα θάψουν το νεκρό σκυλί της Πολέτ και στη συνέχεια άλλα νεκρά ζώα και κλέβοντας σταυρούς για να τοποθετήσουν πάνω στους τάφους των ζώων.
Μια εφιαλτική εικόνα του πολέμου, στη διάρκεια της ναζιστικής εισβολής, με συγκλονιστικές τις σκηνές του γαλλικού πληθυσμού να τρέχει μέσα από αγρούς και δρόμους για να γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς και το θάνατο, φέρνοντας στο νου πρόσφατες σκηνές από τη Συρία, το Σουδάν ή το Ναγκόρνο Καραμπάχ, με γυναίκες, άντρες, καθώς και με παιδιά που αντιμετωπίζουν την ίδια τραυματική εμπειρία, με τον Κλεμάν να τα καταγράφει όλα με μελανά χρώματα (εξαιρετική η μαυρόασπρη φωτογραφία του Ρομπέρ Ζιουϊγιάρ), σκηνές που αποκτούν τη ξεχωριστή τους δύναμη με την παρουσία των δυο παιδιών, με τα γεμάτα απορία πρόσωπά τους, τη φωνή τους και το όλο ερωτήματα βλέμμα τους, μαζί και τη συγκινητική τους αθωότητα και τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν με τα παιχνίδια τους να ξεπεράσουν το θάνατο, στοιχεία που σε συγκινούν άμεσα, και που ξεπερνούν την συχνά απλή, σχεδόν ντοκιμαντεριστική, σκηνοθεσία.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr