Ο René Clément (1913-1996) υπήρξε ο πιο πολλά υποσχόμενος σκηνοθέτης που εμφανίστηκε στη Γαλλία στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρξε ο πιο δεξιοτέχνης και θεματικά ενδιαφέρων από τους δημιουργούς της λεγόμενης «Γαλλικής Ποιότητας», στην εύφορη για αυτόν δεκαετία του 1950. Ξεκίνησε στη δεκαετία του 1930 με ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, πριν κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση για την ταινία του 1946, «Η Μάχη των Σιδηροδρόμων», που βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία και αναφέρεται στην αντίσταση των γάλλων σιδηροδρομικών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Την επόμενη δεκαετία, ο Clément διεύρυνε τη φήμη του με μια σειρά από εξαιρετικές ταινίες: «Καταραμένη Αποστολή» / «Les Maudits» (1947), «Πέρα από τα Τείχη» / «Le Mura di Malapaga» (1948), «Ο Γυάλινος Πύργος» / «Le Chateau de Verre» (1950). Η επόμενη ταινία του Clément, τα «Απαγορευμένα Παιχνίδια» (1952), είναι μία από τις πιο σπαραχτικές που έγιναν ποτέ για τον πόλεμο και συνέπειες του, ενώ παράλληλα μιλά για την ανάγκη των παιδιών να φτιάξουν τον δικό τους φανταστικό κόσμο μακριά από την επίβλεψη των ενηλίκων. Βασίζεται στο μυθιστόρημα του Francois Boyer «Το Μυστικό Παιχνίδι» (1947), του οποίου τα σενάρια περιλαμβάνουν τον «Πόλεμο των Κουμπιών» (1962), μια άλλη αξέχαστη ταινία για την παιδική ηλικία με αντιπολεμικό υποκείμενο.
Είναι Ιούνιος του 1940, κατά τη διάρκεια της κατάληψης του Παρισιού από τους ναζί. Μια μάζα προσφύγων προσπαθεί να διαφύγει από τη λεηλατημένη πρωτεύουσα στην ύπαιθρο. Ξαφνικά, τα αεροπλάνα της Λουφτβάφε ξεπροβάλλουν, ρίχνοντας ριπές θανάτου και σκορπίζοντας πτώματα στο έδαφος. Αφού οι γονείς της πεντάχρονης Paulette (Brigitte Fossey) σκοτώνονται από τη γερμανική επίθεση, το ορφανό κορίτσι συναντά τον 10χρονο Michel (Georges Poujouly), του οποίου η αγροτική οικογένεια τη φιλοξενεί. Γρήγορα δένεται με τον Michel καθώς τα δύο παιδιά εφευρίσκουν παιχνίδια για να προστατευτούν από τη φρίκη του πολέμου, ώστε να συμβιβαστούν ψυχολογικά με τα μπερδεμένα συναισθήματά τους. Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον θάνατο και την καταστροφή που τους περιβάλλει χτίζοντας κρυφά ένα μικρό νεκροταφείο ανάμεσα στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου αχυρώνα, όπου θάβουν το σκυλάκι της Paulette και άλλα ζώα, σημειώνοντας τους τάφους με σταυρούς που κλέβουν από το τοπικό νεκροταφείο. Η τελική ανακάλυψη του μυστικού των παιδιών και η παρέμβαση της κοινωνικής πρόνοιας, που θέλει να πάρει την Paulette σε ορφανοτροφείο, οδηγούν στη συγκινητική κορύφωση.
Περισσότερο από 70 χρόνια από τη δημιουργία του, το αριστούργημα του Clément δεν έχει χάσει τίποτα από την ικανότητά του να συγκινεί, παραμένοντας ορόσημο του γαλλικού κινηματογράφου. Μπορεί να καταρρίπτει τις συγκινησιακές άμυνες του θεατή με τη μη κομφορμιστική προσέγγισή του στο θέμα του πένθους, της φρίκης του πολέμου και του κυνισμού των ενηλίκων. Τόσο βάναυσο όσο και τρυφερό, απεικονίζει, με λυρική δύναμη, τον πόλεμο και τον θάνατο μέσα από την οπτική δυο μικρών παιδιών που δραπετεύουν στη φαντασία, και την άρνηση για να αντιμετωπίσουν τον όλεθρο και το χάος που επικρατεί γύρω τους. Όχι μόνο κάνει μια διαυγή αντιπολεμική δήλωση, αλλά επίσης εξερευνά την ευθραυστότητα της παιδικής ηλικίας με εκπληκτική οξύτητα και ρεαλισμό. Είναι επίσης ένα έργο κινηματογραφικής ποίησης, που μας βυθίζει στη συγκίνηση καθώς αποκαλύπτει ένα ζοφερό σχόλιο για την τάση της ανθρωπότητας να δηλητηριάζει την ομορφιά που υπάρχει στον κόσμο. Κι ενώ θα έπρεπε να νοιώθουμε αποτροπιασμό για τις μακάβριες πράξεις του Michel και της Paulette, αισθανόμαστε απέραντη θλίψη, καθώς συνειδητοποιούμε ότι αυτά τα «απαγορευμένα παιχνίδια» είναι απλώς μια ανατριχιαστική αντανάκλαση τόσο της αθωότητάς τους όσο και της βάρβαρης εποχής στην οποία έχουν γεννηθεί.
Το φιλμ αντλεί το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του από τον συνδυασμό του ρεαλιστικού στυλ του σκηνοθέτη René Clément και της «γαλλικής ποιότητας» των σεναριογράφων Jean Aurenche και Pierre Bost, αλλά και από τις ερμηνείες των δύο εξαιρετικά εκφραστικών μικρών πρωταγωνιστών: του ζωηρού Poujouly και της καταπληκτικής πεντάχρονης Fossey. Η μουσική του Narciso Yepes -με το αξέχαστο θέμα κιθάρας «Romance Anonimo»- απέριττη και πλανεύτρα, στοιχειώνει κυριολεκτικά τις εικόνες προκαλώντας μελαγχολία για κάποια εποχή αθωότητας πέρα από τα όρια της μνήμης.
Με τη στενή ανθρωπολογική έννοια, το φιλμ του Clément αποτελεί έναν ηθικό μύθο, που συνθέτει το νόημά του από ένα δίκτυο δομικών αντιθέσεων: τα παιδιά και οι ενήλικες, η θλίψη και το χιούμορ, η φύση και ο άνθρωπος, η φιλία και η εχθρότητα, η ειρήνη και ο πόλεμος, η ζωή και ο θάνατος. Σαγηνευτικό και ανησυχητικό, παραμένει η κύρια ενσάρκωση της ενόρμησης θανάτου στον κινηματογράφο, της βιολογικής ανάγκης κάθε οργανισμού να επιστρέψει στην αρχική ανόργανη κατάσταση του.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr