Μεγάλη ταινία δεν την λες, όμως το «Βιβλίο των θαυμάτων» είναι μια ταινία έντονων συναισθημάτων και αναπόφευκτα, μια κάποια επιρροή στους νέους γονείς μπορεί να την ασκήσει. Γιατί πραγματεύεται, απροκάλυπτα, σταράτα, χωρίς να μασά τα λόγια της, τον χειρότερο εφιάλτη τους: μη τυχόν και συμβεί κάτι κακό το παιδί τους. Πως θα το αντιμετωπίσουν; Αυτό ακριβώς το κακό θα συμβεί στον μικρό Λουίς (Ουγκώ Κεστέλ), όταν για ένα μοιραίο δευτερόλεπτο, η Τελμά (Αλεξάντρα Λαμί), η μάνα του, θα στρέψει αλλού την ματιά της και δεν θα τον προσέξει στο δρόμο.
Το τροχαίο έχει ως αποτέλεσμα ο μικρός να πέσει σε κώμα οπότε η Τελμά θα μπει στην διαδικασία ενός εντελώς προσωπικού, άνισου αγώνα με στόχο την επιστροφή των αισθήσεών του την στιγμή μάλιστα που η επιστήμη δείχνει πολύ κοντά στο να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Ούτε και η ίδια η μητέρα της (Μιριέλ Ρομπέν) δεν δείχνει να συμφωνεί με την απόφαση της Τελμά να ακολουθήσει τον δρόμο που της λέει το ένστικτό της.
Και εκεί φυσικά βρίσκεται όλη η φιλοσοφία της ταινίας της Λίζα Αζουέλος (βραζιλιάνας σκηνοθέτριας γνωστής από την βιογραφική ταινία «Δαλιδά»).
Δεν το βάζουμε κάτω ποτέ, μαχόμαστε μέχρι τελικής πτώσης, ακολουθούμε το ένστικτό μας όσο «παράλογο» και αν ακούγεται στους άλλους, όσο δύσκολο και αν είναι το πρόβλημα που έχουμε στα χέρια μας. Δεν επιτρέπουμε ποτέ στην ελπίδα να σβήσει. Το ένστικτο της Τελμά λέει ότι στο σημειωματάριο του γιού της, στο οποίο είχε καταγράψει όλες τις επιθυμίες του, βρίσκεται και η σωτηρία του. Πιστεύει, γιατί αυτό μόνο της έχει απομείνει, ότι αν οι επιθυμίες του γίνουν πραγματικότητα το παιδί θα αναρρώσει.
Παράλογο; Ισως. Όμως ούτως ή άλλως δεν υπάρχει και πολλή λογική στην ζωή μας έτσι δεν είναι; Η προσπάθεια της μάνας να εκπληρώσει αυτές τις επιθυμίες του παιδιού, θα την μεταφέρει σε διάφορα σημεία του πλανήτη μ’ εμάς να την ακολουθούμε από κοντά ενώ μοιραζόμαστε την αγωνία της και συγχρόνως τις μικρές χαρές ή τις μεγάλες απογοητεύσεις της. Νιώθουμε μαζί της και αυτό είναι μια επιτυχία της ταινίας. Επίσης, η Αζουέλος φροντίζει να μην πνίξει την ατμόσφαιρα στην μαυρίλα, θα μπορούσες μάλιστα να πεις, ότι η ψυχραιμία της Τελμά (πολύ καλή η Λαμί) είναι αξιοθαύμαστη – ούτως ή άλλως οφείλει κανείς να είναι κανείς ψύχραιμος σε τέτοιες καταστάσεις και η Τελμά το ξέρει.
Τέλος, ένα μέρος του θαυμασμού μας οφείλεται στο ότι η Τελμά δεν χάνει ποτέ το χιούμορ της, όσο παράξενο και «αχώνευτο» μπορεί κάτι τέτοιο να φανεί. Όμως ναι και αυτό βοηθά, κυρίως στην αντιμετώπιση των πρακτικών εμποδίων που στην περίπτωση της συγκεκριμένης ιστορίας είναι πολλά. Αλλά όχι απροσπέλαστα.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr