Το σινεμά που κραυγάζει!
Το αστικό κράτος τελείωσε, η ιδεολογία της αστικής τάξης καταρρέει. Ήρθε η ώρα της επαναστατικής αλλαγής!
Μέσα από μια σειρά αποσπασματικών αλληγορικών «σημειωμάτων» ο Ζαν Λικ Γκοντάρ ψυχανεμίζεται την έκρηξη που πλησιάζει. Ολόκληρος ο πλανήτης είναι σε αναβρασμό, ένα κλίμα αμφισβήτησης της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων σαρώνει το δυτικό κόσμο. Μερικούς μήνες μετά θα έρθει Μάης του 1968 στη Γαλλία ενώ το εξεγερσιακό κλίμα εξαπλώνεται σε πολλές χώρες, και όχι μόνον της ανεπτυγμένης Δύσης.
Τι άλλο είναι το «Ένα Σαββατοκύριακο» (Week-End) που σκηνοθέτησε ο Γκοντάρ το 1967 αν όχι ένα φιλμ που διακωμωδεί την παρακμή του αστισμού; Αυτόν εκπροσωπούν ο Ρολάντ και η Κορίν Νουράντ, ένα ζευγάρι αστών που προσπαθεί να εξασφαλίσει την περιουσία του πατέρα της Κορίν. Είναι δύο άνθρωποι που έχουν έναν κοινό σκοπό αλλά ταυτόχρονα στο πίσω μέρος του μυαλού τους σκέφτονται πως να οικειοποιηθούν την περιουσία για λογαριασμό τους. Τα πάντα εξελίσσονται μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο που ταξιδεύουν για να φτάσουν στο πατρικό της Κορίν, σε ένα ταξίδι στο οποίο ο ιδιοφυής γάλλος κινηματογραφιστής βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει τη σαπίλα του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από εικόνες που καταδεικνύουν την παρακμή του πολιτισμού, το μίσος, τη βία και το ψεύδος των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Ο θάνατός σου η ζωή μου», αυτή είναι η βάση επάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί ο πολιτισμός. Αληθινά αισθήματα δεν υπάρχουν μόνον προσωπική ηδονή, οι σχέσεις είναι ένα πλέγμα μηχανορραφιών με σκοπό το χρήμα, ο φόνος σχεδόν νομιμοποιείται, όπως και ο κανιβαλισμός. Παντού κατεστραμμένα αυτοκίνητα -το αυτοκίνητο ως το κατεξοχήν σύμβολο του δυτικού πολιτισμού- και στο πλάι του σκοτωμένοι άνθρωποι, θύματα μιας σηπόμενης κοινωνίας που βρίσκεται σε έναν αδιάκοπο εσωτερικό πόλεμο.
Ο Γκοντάρ βαθιά επηρεασμένος από τον μαρξισμό χρησιμοποιεί το σινεμά ως ένα μέσο υπονόμευσης του συστήματος. Και γίνεται σκληρός και κυνικός ενώ κατ’ ουσίαν η ταινία του είναι ένα χοντροκομμένο αστείο για τη γαλλική κοινωνία. Δεν λυπάται κανέναν ο Γκοντάρ. Ούτε αυτούς τους οποίους στοχοποιεί αλλά ούτε και τους θεατές! Με αυτόν τον τρόποι θέλει να κινητοποιήσει και να υπονομεύσει, σατιρίζοντας χωρίς έλεος, με ακραία επιθετικότητα!
Η αντισυμβατική σκηνοθεσία του και η αποσπασματική αφηγηματική του φόρμα, μέχρι και μετά από 55 χρόνια, εξακολουθεί να ξενίζει. Αυτό δείχνει πόσο μπροστά ήταν ο Γκοντάρ στην αναζήτηση και τον πειραματισμό αλλά και την αμφισβήτηση, όχι μόνον της καθεστηκυίας τάξης αλλά και του ίδιου του κινηματογράφου.
Δεν είναι εύκολη ταινία, μάλλον δύσκολη (ή και δύσπεπτη) θα τη χαρακτήριζα. Είναι όμως ο τρόπος του Γκοντάρ, είναι η επαναστατική του ματιά επάνω στην τέχνη και την πολιτική. Είναι το σινεμά που δεν βολεύεται, που μοιάζει με ανήσυχο ύπνο κι ανακατεύει τα σεντόνια! Είναι το σινεμά-κραυγή, ενός σκηνοθέτη που δεν βολεύτηκε ποτέ αλλά πολέμησε μέχρι το τέλος της ζωής του, με τον δικό του τρόπο, για αυτά που πίστευε!
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com