Η Βίκι και η Κριστίνα, δυο φίλες με εντελώς διαφορετική ιδιοσυγκρασία, περνούν τις καλοκαιρινές τους διακοπές στη Βαρκελώνη και γνωρίζουν έναν ερωτύλο ζωγράφο που θα τις παρασύρει σε απρόσμενες περιπέτειες της καρδιάς, ώσπου να προστεθεί στο «κάδρο» και η πρώην σύζυγός του, ένα θηλυκό με θυελλώδες ταμπεραμέντο.
Από το 2005 και το «Match Point», βρισκόμαστε στη δημιουργικά χειρότερη περίοδο της καριέρας του Γούντι Άλεν, με τα ευρωπαϊκά κεφάλαια να στηρίζουν ακόμη τις δουλειές του και τον ίδιο να βρίσκει δικαιολογίες διαφυγής… τουριστικά! Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου, οι φτωχές σεναριακές ιδέες, η επανάληψη γνώριμων μοτίβων αισθηματικής πλοκής ή η (κυριολεκτική) ανακύκλωση ιστοριών που στο παρελθόν είχαν λειτουργήσει εξαιρετικά. Δυστυχώς, δίχως την πρωταγωνιστική παρουσία του ή έστω ένα κάποιο voice-over του, πολλές φορές αναρωτιόσουν που ακριβώς βρισκόταν η σφραγίδα του Άλεν σε αυτά τα έργα…
Στο «Vicky Cristina Barcelona», ο Άλεν «προσγειώνεται» στη Βαρκελώνη και από τις «αποσκευές» του βγάζει δύο Αμερικανιδούλες διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας και ερωτικών ενδιαφερόντων, που όμως σύντομα θα μπλέξουν με τον ίδιο εραστή, θα νιώσουν μια σχετική αντιπαλότητα (και την προσβολή) και όλα θα ανατραπούν όταν μια τρίτη γυναίκα κάνει την επανεμφάνισή της, διεκδικώντας… τον πρώην σύζυγό της.
Ειλικρινά, αν χάσεις τα opening credits, θα δυσκολευτείς να πιστέψεις ότι παρακολουθείς ταινία του Γούντι Άλεν! Η άχρωμη, με το ζόρι επεξηγηματική (σαν κακό audio book!) αφήγηση του (ποιος και γιατί;) Κρίστοφερ Έβαν Γουέλτς δεν προδιαθέτει για κάτι πραγματικά σοβαρό, τα locations δεν «πουλάνε» τόσο το μέρος και το καστ μοιάζει αφημένο στο έλεος ενός «αυτόματου πιλότου», από τον οποίο σκανδαλωδώς «ξεχώρισε» (έως και) οσκαρικά (!) η Πενέλοπε Κρουζ, για τον δεύτερο ρόλο της παλαβιάρας Μαρία Ελένα, παρασυρμένη από το κλισέ της παράδοσης που λέει ότι ο Άλεν αγαπά τις δευτεραγωνίστριές του και τους προσφέρει ζουμερούς χαρακτήρες με έμφαση στο στυλ της κωμίκας (κάτι που ίσχυε έντονα στην προηγούμενη περίοδο του δημιουργού).
Το αποτέλεσμα δεν βρίσκει ποτέ έναν καλά μετρημένο προσανατολισμό ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, το ρομάντζο και ο «εξωτισμός» βρωμάνε ναφθαλίνη και η εξέλιξη ενός «αναπάντεχου» ερωτικού τριγώνου μοιάζει αρκετά απεχθής και αντιερωτική όταν βάλεις με το νου σου ότι ως σεξουαλική φαντασίωση προήλθε από το γερασμένο μυαλό του Άλεν. Όσο για τις αρχιτεκτονικές δημιουργίες του Γκαουντί, δεν νομίζω ότι έλειψαν ιδιαίτερα από το «σινεφίλ» κοινό, καθώς τις είδαμε και στο «Επάγγελμα: Ρεπόρτερ» την περασμένη εβδομάδα. Πίσω στον ταξιδιωτικό πράκτορα για κάνα γουντιαλενικό ταξιδάκι για Νέα Υόρκη, λοιπόν. Μπορεί να κοστίζει κάτι παραπάνω, αλλά είναι πιο αυθεντικό, διαχρονικό και σου μένει σαν ωραία ανάμνηση.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Μεγάλη εμπορική επιτυχία στην εποχή της, έφερε το σινεμά του Γούντι Άλεν σε επαφή με ένα νέο κοινό που θαύμασε… τις πιο λάθος δουλειές του. Η επανέκδοσή της λειτουργεί σαν «προάγγελος» του επερχόμενου (και γαλλόφωνου!) «Γυρίσματα της Τύχης». Τρέφω ελπίδες, διότι το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» (2020) ήταν μια ευχάριστη αναλαμπή.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr