Οκτώ νεαρά παιδιά σε απομονωμένη βουνοκορφή κρατάνε μια γυναίκα σε κατάσταση ομηρίας, λογοδοτώντας ενίοτε σε έναν «αγγελιοφόρο» που τους επισκέπτεται για επιθεώρηση.
Στη δεύτερη fiction μεγάλου μήκους του, ο Βραζιλιάνος Αλεχάντρο Λάντες ομολογεί πως εμπνέεται από τον «Άρχοντα των Μυγών» του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ για να στήσει ένα έργο «καταραμένης» ενηλικίωσης, για μία γενιά χάους που πλέει σε πελάγη… ασάφειας και απερισκεψίας. Αυτό που ξεκινά σαν μία αξιοπερίεργη κατάσταση, όμως, εξελίσσεται σε μία θανάσιμη κατάδυση στο σύμπαν του «Αποκάλυψη Τώρα» (1979), για να καταλήξει σε μία από τις μεγαλύτερες φιλμικές αποκαλύψεις της φετινής σεζόν!
Ομάδα έφηβων «ανταρτών» (ποτέ δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια ο ρόλος ή οι συσχετισμοί της ύπαρξής τους) επιβιώνει σε δύσκολες συνθήκες, παίρνοντας εντολές από άγνωστη «οργάνωση» να κρατά σε ομηρία μία γυναίκα επίσης αγνώστου ταυτότητας («Doctora» από τη Δύση μας αποκαλύπτουν τα «συμφραζόμενα»). Τα παιδιά (15ρικα μέσες άκρες) μιλούν σχεδόν αποκλειστικά ισπανικά, η όμηρος κυρίως αγγλικά και σπαστά (ελάχιστα) ισπανικά. Η βουνοκορφή την οποία χρησιμοποιούν σαν κρυψώνα περιέχει ένα ακαθόριστης χρησιμότητας κτίσμα που θα μπορούσε να μοιάζει με οχυρό, αλλά δεν κατέχει συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ούτε και τοποθετείται κάπου χρονικά. Το μοτίβο είναι συνολικά ασαφές, αλλά δεν ενοχλεί, καθώς αυτός ο μικρόκοσμος των «Monos» βιώνει μία καθημερινότητα απόλυτα παιδιάστικη, παρά την κατοχή ισχυρού οπλισμού. Είναι μέλη τρομοκρατικής, επαναστατικής οργάνωσης; Είναι «θύματα» κάποιων ενηλίκων που τα παρέσυραν σε μία στρατολόγηση δίχως νόημα και τα εκμεταλλεύονται για να υλοποιήσουν τον όποιο σκοπό τους; Όπως και να ‘χει, δείχνουν να το διασκεδάζουν υπό μία συνθήκη στρατιωτικού «καψονιού» και πειθαρχίας, που απαγορεύει μέχρι και τη σύναψη σχέσης (σεξουαλικής) μεταξύ τους, αφού πρώτα ληφθεί η «άδεια» από τον «αγγελιοφόρο», έναν μικροκαμωμένο (σχεδόν «νάνο») ενήλικα που τους επισκέπτεται ενίοτε για να βεβαιωθεί η «οργάνωση» πως όλα πάνε καλά. Πέραν αυτής της «άκρης» με τον έξω κόσμο, υπάρχει και ένας ασύρματος για επικοινωνία σε έκτακτες ανάγκες ή άμεση επιβεβαίωση πως η όμηρος ζει.
Ακόμη ένα από τα πράγματα που είναι (ξανά)… ασαφές στο «Monos» σχετίζεται με τα φύλα των οκτώ παιδιών, όσο και τη σεξουαλικότητά τους. Ο Λάντες δεν καθορίζει τι είναι «φυσιολογικό», τι κανόνες γεννά η φύση του ανθρώπου. Όσο πρωτόγονο δείχνει το περιβάλλον (σε ένα απίστευτο υψόμετρο που λες και ανεβάζει τα παιδιά πάνω κι από τα σύννεφα, προσδίδοντας μία αλληγορική διάσταση στην εξουσία που κατέχουν απέναντι στην όμηρό τους), άλλο τόσο παρθένα «αρχέγονο» είναι και το ζήτημα της σεξουαλικής ταύτισης και της σχέσης του σώματος με την επιθυμία να εκφραστεί ερωτικά (πιο ενδιαφέρουσα η περίπτωση του ήρωα με το παρατσούκλι Ράμπο, ενός non-binary ουσιαστικά χαρακτήρα, που μοιάζει πιο μπερδεμένος από όλους στην ομάδα). Η αντιμετώπιση είναι πολύ πιο θαρραλέα από οτιδήποτε έχουμε δει να κουβαλάει την όποια «hip» agenda ελευθεριότητας εδώ και πολλά χρόνια στο σινεμά. Ίσως γιατί ο Λάντες δεν προβληματίζεται σε σχέση με την «υποχρέωση» της επιλογής.
Σταδιακά (και πραγματικά παραδόξως) ζητάς όλο και λιγότερες απαντήσεις από την πλοκή και το φιλμ, καθώς βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στην ένταση του ρυθμού που αποκτά το «Monos», με τα παιδιά να συγκρούονται (έως και θανάσιμα) μεταξύ τους και να χωρίζονται σε μικρότερα μέτωπα που συνεχίζουν τον αγώνα τους ή αναζητούν την ολοκληρωτική φυγή. Από το εγκαταλελειμμένο και μισογκρεμισμένο «οχυρό» της βουνοκορφής μέχρι την κατάβαση στη ζούγκλα της Κολομβίας, το σκηνικό παραμένει πάντοτε αφιλόξενα άγριο για τους θνητούς, με τον Λάντες να δείχνει πως ως κινηματογραφιστής δεν έχει τίποτε να φοβηθεί, ούτε καν λογαριάζει δυσκολίες γυρισμάτων. Το δεύτερο μέρος του φιλμ είναι καθηλωτικό και υπάρχουν στιγμές τόσο ρεαλιστικές που ξεχνάς ότι παρακολουθείς έργο μυθοπλασίας (οι σκηνές στον ποταμό Σαμανά της Κολομβίας γυρίστηκαν χωρίς doubles!). Εκεί, είναι προφανές να σκεφτεί κανείς το «Όταν Ξέσπασε η Βία» (1972) του Τζον Μπούρμαν, όμως εγώ θα τολμούσα να ονοματίσω μέχρι και το σινεμά του Σαμ Πέκινπα σαν σημείο αναφοράς (αυτή η ελεγειακή «ατονία» που αισθάνεσαι να σκορπίζει πένθος).
Σαν δεξί χέρι του Λάντες λειτουργεί η (εξαιρετική) διεύθυνση φωτογραφίας του Τζάσπερ Γουλφ, αν και το απόλυτα στοιχειωτικό συστατικό του «Monos» είναι η μουσική της Μίκα Λέβι, ένα αδιανόητο μείγμα από βροντερά τύμπανα (που στροβιλίζουν στο τοπίο σαν φυσικός ήχος), σφυρίγματα σε γυάλινα μπουκάλια και synths. Είναι ένα score τόσο «ξένο», τόσο μοναδικό. Όσο και τούτη η ταινία.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr