Προϊστορικός καρχαρίας, έγκλειστος σε ερευνητική μονάδα επιστημόνων, καταφέρνει ν’ αποδράσει και να σπείρει τον τρόμο, βρίσκοντας ακόμη και… ανάλογη συντροφιά! Τζέισον Στέιθαμ, καβάλα το jet ski, μπας και σώσουμε την κατάσταση… πάλι!
Πιστή στο είδος των ταινιών με mega-τέρατα, η Warner Bros. επιστρέφει σε τούτο το σουξέ του 2018 και επιχειρεί να κάνει χαβαλέ εκ νέου, στηρίζοντας μερίδα των προσδοκιών του κοινού (και) στην badass παρουσία του Τζέισον Στέιθαμ. Στο «Meg 2», δε, καθώς το πρώτο φιλμ απέφερε περισσότερα εισπρακτικά στην… Κίνα παρά στις ΗΠΑ, η συμπαραγωγή και το καστ κάνουν πιο έντονα προφανές το σχιστοματέ στοιχείο, τόσο σε πρωταγωνιστές όσο και σε… τροφή για το προ αρχαιοτάτων χρόνων πειναλέο τρίο (είπαμε, βρίσκει και παρέα!) των Μεγκάλοντον.
Αν και τα συστατικά για ένα ισάξιο sequel βρίσκονται εδώ, ο Βρετανός Μπεν Γουίτλι (μία εντελώς παράδοξη περίπτωση εκτέλεσης σκηνοθετικής «παραγγελιάς») ή καθυστερεί να πάρει μπρος στην τήρηση των στερεοτυπικά fun κανόνων του genre ή οι πολλαπλές υποπλοκές του σεναρίου τον έκαναν να φανταστεί ότι υπογράφει κάτι πιο… σοβαρό από εκείνο που ονειρεύεται το κοινό των multiplex για να κάνει «γαλαρία». Έτσι, το πρώτο μισό του φιλμ αναλώνεται εντός πλαισίου δράσης που περισσότερο παραπέμπει σε στεϊθαμική περιπέτεια, με φόντο μια σχεδόν υποβρύχια ερευνητική μονάδα επιστημόνων, highlight της οποίας είναι ένας Μεγκάλοντον που βρίσκεται σε αιχμαλωσία. Πίσω από αυτόν τον υπεραπλουστευμένο σκελετό της πλοκής, εμφανίζονται κάμποσες ανατροπές… εξόρυξης που βασίζονται στην ανθρώπινη απληστία, την κινητήρια δύναμη αρκετών από τους χαρακτήρες του «Meg 2». Εννοείται ότι τέτοια «αμαρτία» δεν βγαίνει ποτέ σε καλό…
Όλο αυτό το κομμάτι αξιοποιεί περισσότερο το ανθρώπινο δυναμικό της ταινίας και λιγότερο… τα σαγόνια του καρχαρία, ώσπου ο Γουίτλι μας αποκαλύπτει ένα χλιδάτο resort στο αποκαλούμενο… «Fun Island», με τον τίτλο και μόνο να πυροδοτεί χαιρέκακα χαμογελάκια, πριν καν δούμε ότι το μέρος είναι πλημμυρισμένο από ηλίθιους τουρίστες! Το δεύτερο μισό του φιλμ αποτελεί τον ορισμό του «give the people what they want», έστω κι αν ο σκηνοθέτης δεν χαμπαριάζει από campy και κακόβουλο χιούμορ (να πω πάλι για το «Piranha 3D» του Αλεξάντρ Αζά ή θα κατηγορηθώ για γραφικότητα;). Οι κασκάντες του Στέιθαμ είναι αρκούντως… τραβηγμένες από το CGI «μαλλί» της εφεδιάς, ενώ προϊστορικό «κομπαρσιλίκι» εφορμά για να μεγαλώσει το body count (αλλά μην κάνετε και όρεξη για θεαματικούς διαμελισμούς ή κουβάδες αίματος, το rating είναι PG-13…).
Το «Meg 2», ενώ χαρακτηρίζεται από μια λανθάνουσα τάση για… παρεκτροπές, ενίοτε πέφτει στην παγίδα της φρονιμάδας (!), λες και τα μυαλά πίσω από την παραγωγή του φιλμ ντρέπονταν να παραδώσουν ένα έργο… ένοχων απολαύσεων. Μία από τα ίδια και πάλι, δηλαδή. Αν ρωτάς κι εμένα, πάντως, πιο καλοδεχούμενο το βρίσκω από… γαλλική κομεντί για θερινό σινεμαδάκι! Γούστα είναι αυτά.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Μισή περιπέτεια δράσης με υποπλοκές παρανομίας, μισή καταστροφής στο παλαιομοδίτικο πλαίσιο εκείνων με τα ζώα – τέρατα που αντιπροσωπεύουν τη Φύση και τιμωρούν το είδος μας. Υπάρχουν κάμποσες σεκάνς για γέλιο, υπάρχουν οι υπερβολές του Τζέισον Στέιθαμ για το κοινό που γουστάρει αδρεναλίνη, αλλά τίποτα το καινούργιο ή το πιο… «παλαβιάρικο» και απενοχοποιημένο. Οι πιο έμπειροι θα πιάσουν κάμποσα homage στα «Σαγόνια του Καρχαρία» (πέραν της προφορικής που αφορά στο sequel).
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr