ΚΑΜΟΥΦΛΑΖ - Πάρις Μνηματίδης
Περίπου μια εικοσαετία πίσω γυρίζει σε επίπεδο κινηματογραφικής νοοτροπίας ο Nicolas Bedos, τότε που μετά τους «Συνήθεις Υπόπτους» οι σεναριακές ανατροπές… πήγαιναν με όλα! Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το νέο του φιλμ φλερτάρει με το εξυπνακίστικο σε τέτοιο βαθμό που από ένα σημείο κι έπειτα καταλήγει περισσότερο να κουράζει παρά να καθηλώνει. Είναι και η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια που συνδράμει σε αυτήν την αίσθηση. Αλλά μάλλον το μεγαλύτερο πρόβλημα του συνόλου είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται ο μύθος, που όσο και αν ο Bedos επιθυμεί να παρουσιάσει την κατακλείδα του ως δικαίωση μιας ταλαιπωρημένης κοπέλας, τελικά μοιάζει να περιγράφει την ίδια με μια αναληθοφάνεια που αγγίζει τις παρυφές του μισογυνισμού, για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά σε κάποιες πτυχές της πλοκής που είναι σαν να εκτοξεύουν εμμέσως σπόντες για την εγκυρότητα των καταγγελιών των γυναικών που ασπάζονται το #MeToo.
Κατασκευαστικά υπάρχει μια αρτιότητα, και βεβαίως δεν περνάει απαρατήρητη και η ομορφιά των τοποθεσιών, όμως καλό θα ήταν να λείπουν κάποιες δήθεν «υπερβατικές» πινελιές που πραγματικά δεν ταιριάζουν σε μια ταινία σαν τη συγκεκριμένη. Το ύφος έχει μια ανομοιογένεια που είναι κάπως ενοχλητική, υιοθετώντας ενίοτε μέχρι και το σκοτάδι ενός νεο-νουάρ, συχνότερα όμως ακολουθεί έναν πιο ανάλαφρο τόνο που θα ταίριαζε περισσότερο σε μια καθαρόαιμη κομεντί, ειδικά όσον αφορά τον χαρακτήρα της Isabelle Adjani ο οποίος ουκ ολίγες φορές χρησιμοποιείται χοντροκομμένα για να γελάσει ο θεατής εις βάρος του.
Κάπως έτσι, προκύπτει ένα προϊόν που είναι κάπως «μίζερο» για να διασκεδάσει απενοχοποιημένα, αλλά παραδόξως και υπερβολικά ανέμελο για να το πάρει κάποιος στα σοβαρά. Και κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο, κάθεται στάσιμο χωρίς να έχει μια πλήρως συνειδητοποιημένη ταυτότητα. Το δε κείμενο είναι τόσο επιδερμικό που δεν αντιλαμβάνεται ούτε τις ταξικές εκφάνσεις της συνθήκης που περιγράφει με το ζευγάρι των Niney και Vacth ενάντια σε όσους προσπαθούν να εξαπατήσουν.
Από εκεί και πέρα, είναι κρίμα, γιατί παρά το αδύναμο υλικό το καστ έχει δυνατούς ερμηνευτές, οι οποίοι πηγαίνουν πέρα από το στάδιο της απλής διεκπεραίωσης. Ειδικά η Adjani, παρότι αντιμετωπίζεται απαξιωτικά από το σενάριο, στο σημείο να «τρώει» μέχρι και τούμπες, χειρίζεται θαυμάσια όσο περνάει από το χέρι της το να φιλτράρει την κωμικότητα της ηρωίδας της μέσα από μια φινέτσα, κι έχει και κάποιες δραματικές σκηνές που τους δίνει στιβαρή υπόσταση. Και η Marine Vacth, παρότι δουλεύει με έναν ρόλο που δεν είναι ιδιαίτερα καλογραμμένος, καταφέρνει να συνδυάσει επιδέξια δύο αντικρουόμενες πλευρές, μια δαιμόνια και μια περισσότερο ευαίσθητη. Αλλά και οι παρουσίες των Niney και Cluzet σιγοντάρουν καλά, ακόμη και αν κινούνται εντός αυστηρότερων ορίων συγκριτικά.
Δεν είναι απίθανο να διασκεδάσει κανείς παρακολουθώντας το «Καμουφλάζ», πρόκειται όμως για μια εμπειρία αναψυχής με ελάχιστη από τη φινέτσα που θα περίμενε κάποιος από τη χώρα παραγωγής του. Και είναι και αυτή η τάση προς το χιούμορ που αμβλύνει το σασπένς, κάνει την όλη ιστορία να κινείται σε υπερβολικά ασφαλείς ράγες για να προκύψει μια θέαση που απαιτεί αυξημένη προσοχή από το κοινό. Η όλη συνταγή δε διαθέτει και κάποια συστατικά που ενδέχεται αντί για δροσερή απόλαυση να προκαλέσουν μέχρι και… βαρυστομαχιά.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr