Μενού

ΖΑΝ ΝΤΙ ΜΠΑΡΙ, Η ΕΡΩΜΕΝΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ - Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος

1817 3

Ας αναλογιστούμε, για χάρη της συγκριτικής τέρψης, τον βίο και την πολιτεία των δύο από τους τρεις πιο διάσημους 60άρηδες του παγκόσμιου σινεμά, του Τζόνι Ντεπ και του Τομ Κρουζ, που συναγωνίζονται με τις φετινές τους παραγωγές, και του Μπραντ Πιτ, ο οποίος απέχει προς το παρόν και απολαμβάνει casual και κοσμικές εμφανίσεις που θολώνουν τα κοντέρ του χρόνου. Αν η μυθολογία της έβδομης τέχνης είναι σπαρμένη με ήρωες και απολωλότες, είναι πασιφανές το χάσμα της εικόνας που επιδιώκουν. Ο Κρουζ δεν κρύφτηκε ποτέ. Ακόμη κι αν δεν ήταν σίγουρος πού πατούσε ή για τι πράγμα μιλούσε, δεν δίστασε, και σίγουρα δεν πτοήθηκε. Ακόμη και η «εξωκοινοβουλετική» μαρτυρία του, π.χ. ο τρόπος που απαντούσε για τον εαυτό του στις συνεντεύξεις, σαν να τα είχε διαβάσει, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Πάτρικ Μπέιτμαν του Κρίστιαν Μπέιλ στο American Psycho. Βέβαια, άφησε έξω από τις συνεντεύξεις του ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικής του ζωής, φυσικά και τον ρόλο του στη θρησκευτική ιεραρχία μιας αίρεσης με σπόρους επιστημονικής φαντασίας.

Ωστόσο, η «φάτσα» του πάντα διεκδικούσε τον χώρο, έβγαινε έξω γυρεύοντας με το μέτωπο ψηλά, στον δρόμο, σαν πολιτικός, την ψήφο εμπιστοσύνης του λαού. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η μεταμορφωτική πτυχή της υποκριτικής, βασικό όπλο του επαγγέλματος, και όχι πάντα τρικ, τον άφησε αδιάφορο. Ακόμη και πίσω από τις μάσκες των Επικίνδυνων Αποστολών ξεπρόβαλλε το αναλλοίωτο πρόσωπό του. Θυμηθείτε το Μάτια Ερμητικά Κλειστά: σε μία από τις πιο ραδιούργες εμπνεύσεις του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, αμέσως μετά το ανεπιτυχές πέσιμο της Μάριον (Μαρί Ρίτσαρντσον) στον Μπιλ Χάρφορντ (Κρουζ), εμφανίζεται ο σύζυγός της, ο Καρλ, σωστός σωσίας του σταρ, αλλά χωρίς τον μαγνητισμό του, μάλλον σαν ένας από τους αόρατους κασκαντέρ του. Σταδιακά, ο Τομ Κρουζ αυτοτοποθετήθηκε σε ένα λατρευτικό βάθρο, ένας σύγχρονος Θεός με την ιερή πρόθεση να σώσει το σινεμά όπως το γνωρίζαμε και να του δώσει παράταση, με το δικό του φιλί της ζωής. Ίσως κάποια στιγμή να αμφέβαλε. Αλλά δεν το έδειξε. Και δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Ο Τζόνι Ντεπ ανέκαθεν έπαιζε μπάλα στο γήπεδο της αμφισβήτησης, πρώτα απ’ όλα της πραγματικής του ταυτότητας. Αμέσως απέφυγε οποιαδήποτε τυποποίηση σχετιζόταν με την καθημερινή του εικόνα και προτίμησε να γίνει μέλος της φανταστικής πόλης των χαμένων παιδιών. Μακιγιάζ, μάσκες, περούκες, ψεύτικα δόντια, πόζες, μουγκρίσματα και σιωπές, ό,τι χρειαζόταν για να αποκολληθεί το μάτι του θεατή από τη φιλολογία της αλήτικης διασημότητας που τον συνόδευε έξω από τα πλατό. Οι παπαράτσι τον ήθελαν αδιόρθωτα κακό παιδί, εκείνος ξέφευγε με μια συγχορδία εναλλακτικών ευαίσθητων ηρώων. Αν κάτι είχε δεδομένο στους υπολογισμούς της ταύτισής του στο εικονοστάσι των δικών του ειδώλων, ήταν ένα συμπίλημα από ροκ σταρ, με τη βαριά τη σκιά του καλού του φίλου και μέντορα Μάρλον Μπράντο παρούσα στην εξίσωση ‒ ούτε Θεός ούτε ακριβώς διάβολος. Όπως ο Τόντο σιγοντάρει τον Μοναχικό Καβαλάρη και ο Κόρσο παραμονεύει τον Σατανά, χωρίς να είναι σίγουρος ποιος κινεί τα νήματά του, ο Ντεπ παρακολουθούσε πιο άνετα απ’ ό,τι πρωταγωνιστούσε.

Στην καριέρα του μία φορά διασταυρώθηκε εγνωσμένα με το mainstream, στο Nick of Time, και ορκίστηκε να μην ξαναεπιχειρήσει τη στρογγυλεμένη περιπέτεια και τον ρόλο του ορθόδοξου ήρωα, πολύ πριν παραλάβει τη λυπητερή της εισπρακτικής επίδοσης της ταινίας του Τζον Μπάνταμ. Και σαν να εξαπέλυσε έναν διαγωνιστικό εξορκισμό της στιγμιαίας παρασπονδίας του, απομάκρυνε συνειδητά τον έναν ρόλο από τον επόμενο και δεν τσίμπησε στο παραμύθι του, ακόμη κι όταν τον έμαθαν και οι πέτρες, δηλαδή όλα τα πιτσιρίκα του πλανήτη, ως κουνημένο Τζακ Σπάροου.

Στο μεταξύ, κάτω από την urban καουμπόικη φορεσιά του, ο Τζόνι μεγάλωνε, αποχαιρετούσε τους κοιλιακούς του και μετρούσε ρυτίδες σαν κάθε φυσιολογικός μεσήλικας που πίνει, καπνίζει, ξενυχτάει και βλέπει τα γυμναστήρια με το κιάλι, δηλαδή περπατάει νωχελικά και λίγο σκυφτά, ακριβώς αντίθετα από το εξωπραγματικό σπριντάρισμα του Κρουζ. Μια αδιόρατη αγορίστικη μνήμη τούς συνδέει και τίποτε άλλο. Ο Τομ λούζεται στον καθαγιασμένο προγραμματισμό του, χρησιμοποιεί το ορθοδοντικό του χαμόγελο ως προφυλακτήρα και ξεχύνεται ακάθεκτος, ένα μοτέρ με ακριβό λάδι ‒ καμία ποίηση δεν τον μολύνει. Ο Τζόνι μειδιά με την ντροπαλοσύνη των φιμέ γυαλιών του να φρενάρει τα φλας σε μια δική του ερμηνεία του κουρασμένου, κομψευόμενου, πρώην λιμπερτίνου. Και παρά την απροθυμία του να μοιραστεί με το κοινό τις προσωπικές του ανησυχίες, έριξε το πέπλο του κουλ μυστηρίου του την τελευταία δεκαετία, εξέθεσε τα προβλήματα και τις θέσεις του με συνεντεύξεις αποκαλυπτικές σε λεπτομέρειες, το χαμηλόφωνο Μιναμάτα και συνολικά ένα πιο ανθρώπινο, ευάλωτο πρόσωπο πίσω από το πολυ-προσωπείο. Το χιούμορ του διαφάνηκε ακόμη και στα δύσκολα, στην αναμετάδοση της δίκης που επρόκειτο να κρίνει όχι μόνο το επαγγελματικό του μέλλον αλλά και την προσωπική του ακεραιότητα και την καλλιτεχνική του υπόσταση. Μπορεί και να μην τον ξαναβλέπαμε ποτέ. Ωστόσο, κέρδισε, και τα δίκτυα, τα κοινωνικά και τα άλλα, τάχθηκαν αμέσως στο πλευρό του, σαν να είχαν συντάξει το ευνοϊκό πρωτοσέλιδο καιρό πριν, και ανακουφίστηκαν με την επιβεβαίωση.

Με διαφορά ενός χρόνου από το Top Gun Maverick, που ανανέωσε το status του Τομ Κρουζ στον πλανήτη, που έδειξε να τον περιμένει σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από τα φλούο ’80s, και μάλιστα διά της πιο δύσκολης φεστιβαλικής οδού, οι Κάννες ήρθαν και πάλι φέτος να πιστοποιήσουν την αγάπη του κοινού προς τον (σχεδόν πολιτογραφημένο Γάλλο, λόγω της Βανέσα Παραντί) άσωτο Τζόνι πανηγυρικά με αφορμή την επίσημη παγκόσμια πρεμιέρα του Ζαν Ντι Μπαρί, Η ερωμένη του Βασιλιά.

Η σκηνοθέτις Μαϊουέν Λε Μπεσκό συγκινήθηκε, ο Τζόνι δάκρυσε, το πλήθος χάρηκε που τον ξαναείδε μετά από χρόνια και άδικες δίκες, τον εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντα σταρ που τελικά, ως εκ κινηματογραφικής ανατροπής της τελευταίας στιγμής, διασώθηκε από το τσουνάμι Άμπερ Χερντ και το πέπλο καχυποψίας που του στοίχισε το πόστο του καπετάνιου στους Πειρατές της Disney. Και μπορεί το Βασίλειο του Ποντικιού να το μετάνιωσε και να τον εκλιπάρησε να γυρίσει, εκείνος όμως ύψωσε το μεσαίο δάχτυλο και χαμογέλασε ξανά στις σειρήνες του Dior, υπογράφοντας το ακριβότερο συμβόλαιο που έχει προταθεί ποτέ σε άνδρα για την κολόνια του. Η Γαλλία ανέκαθεν αγκάλιαζε στοργικά τον Τζόνι, ειδικά όποτε η Αμερική τον θεωρούσε πολύ εναλλακτικό για να τον πληρώνει όσα ήθελε. Οι Κάννες είχαν τοποθετήσει εντός διαγωνιστικού την ταινία που σκηνοθέτησε το 1997, το Brave με τον Μάρλον Μπράντο σε μουσική Ίγκι Ποπ, που δεν είδε κανείς έκτοτε γιατί ο Τζόνι έκρινε πως δεν αξίζει στο κοινό μετά τις αρνητικές κριτικές που δέχθηκε ‒ δεν ήταν καλή η ταινία, βέβαια πάει καιρός, είκοσι πέντε χρόνια. Το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς γνώρισε τη Βανέσα Παραντί και μετακόμισε στο Παρίσι. «Όμορφες γυναίκες, ωραίο κρασί, δεν βρίσκω λόγο να μην…», μου είχε απαντήσει όταν ακόμη φλέρταρε με την ιδέα να μείνει μόνιμα κοντά μας.

Αλλά τα πράγματα άλλαξαν, όλοι γνωρίζουν τι περίπου συνέβη και πλέον ο ημιακυρωμένος, και στα μάτια του μέλους της κριτικής επιτροπής Μπρι Λάρσον, ακόμη υπό αίρεση, «γιος» του Τιμ Μπάρτον επιστρέφει με την εναρκτήρια ταινία του 76ου Φεστιβάλ Καννών, που δυστυχώς απέχει παρασάγγες από την αίσθηση που είχε προκαλέσει η κεντρική ηρωίδα Ζαν ντι Μπαρί, φημισμένη εταίρα και διαβόητη παλλακίδα του Λουδοβίκου του 15ου, αντίπαλος του παλατιού, ας πούμε εχθρός της Μαρίας Αντουανέτας, φυσικά όνειδος για την Εκκλησία και ειρωνικά εχθρός του λαού, που ξέχασε την ταπεινή της καταγωγή, την έμπλεξε με τα αντιμοναρχικά αισθήματα της επανάστασης και την αποχαιρέτησε άδοξα στην γκιλοτίνα, όπως τον Δελφίνο και την αυστριακή macaron lover του.

Το δράμα της Μαϊουέν Λε Μπεσκό, η οποία έγινε γνωστή για τη φορτισμένη και φορτωμένη συμμετοχή της στις Κάννες με το Polisse, και συνέχισε με το Mon Roi, δεν μοιράζεται τις αισθητικές ανησυχίες της Σοφία Κόπολα, αντίθετα προτιμά τον κλασικισμό του Μπάρι Λίντον, τα αντικειμενικότερα πλάνα του, μια συμμετρία που σχολιάζεται από ένα αυστηρό voice over, ακριβώς όπως στην ταινία του Κιούμπρικ. Όποτε δεν πεζογραφεί, περιγράφει. Η ίδια υποδύεται την Ντι Μπαρί, ως φιλομαθές, πολύ διαβαστερό και στωικό κορίτσι που από ένα σημείο κι έπειτα ξέρει ακριβώς τι πετάει και τι κρατάει από την άτιμη ζωή, και συνηθίζει να αναζητά το χιούμορ, αντιδρώντας με πλατύ χαμόγελο στις προκλήσεις και στις κοροϊδίες.

Μία από τις προκλήσεις του Ζαν ντι Μπαρί είναι τα γαλλικά του Τζόνι Ντεπ, πώς τα προφέρει, αν πείθει ηχητικά. Ακόμη θυμάμαι τον Φατίχ Ακίν να διηγείται το παρ’ ολίγον πάθημά του στη Μαχαιριά. Τον είχαν συμβουλεύσει πως τα αρμενικά είναι εξαιρετικά δύσκολα να τα μιλήσει όποιος δεν τα γνωρίζει από παιδί. Οπότε, επειδή ήθελε έναν εμπορικό ηθοποιό, και είχε επιλέξει ήδη τον Ταχάρ Ραχίμ, τον έκανε μουγγό στο σενάριο, και ξεμπέρδεψε. Όχι, δεν είναι άλαλος ο Λουί του Τζόνι, αν και το κλέβει έξυπνα ο Ντεπ: τα γαλλικά του είναι τίμια, στρατηγικά περιορισμένα και ρομαντικής εκφοράς, τρυφερά σαν εξομολόγηση, διανθισμένα με το βαθύ, νικοτινένιο σκαστό γέλιο του. Ο Αμερικανός ηθοποιός δήλωσε πως εμπνεύστηκε το ρόλο από τους αγαπημένους του ήρωες του βωβού, τον Μπάστερ Κίτον και τον Τσάρλι Τσάπλιν. Βέβαια, το ίδιο έχει κάνει και σε προηγούμενες ταινίες, ειδικά στον Μοναχικό Καβαλάρη του Γκορ Βερμπίνσκι, ως Τόντο. Όταν μπουχτίζει από τη χυδαία συμπεριφορά των θυγατέρων του προς τη σπιτωμένη Ντι Μπαρί, ορμάει στο δωμάτιό τους και τις αγριοκοιτάζει χωρίς να αρθρώνει λέξη. Εκεί μας υπενθυμίζει πως μπορεί να μην είναι απλώς ένα μελωμένο, ευγενικό, αιώνιο αγόρι, αλλά πολλά ακόμη, όταν το σενάριο το καλεί ή τον προσκαλεί σε μια παραπάνω προσπάθεια.

Ωστόσο, το σενάριο που συνέθεσε η Μαϊγουέν δεν προσθέτει τίποτε παραπάνω απ’ όσα έχουμε δει ή διαβάσει για την πιο θεαματική περίπτωση στην ιστορία των αναρριχητών. Το «πλάσμα», όπως το αποκαλούσαν με βδελυγμία οι εχθροί της μέσα στο παλάτι, περιορίζεται σε μια εμφανώς καλοπροαίρετη και μόνο κατά τα λεγόμενα φιλήδονη θετική δύναμη μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον που έφερε τα πάνω κάτω κυρίως στη μόδα, αλλά πουθενά αλλού. Η σκηνοθεσία λειτουργεί ως αμπιγιέζ της πρωταγωνίστριας σε μια φροντισμένη ενδυματολογική παραγωγή με τη βοήθεια του οίκου Chanel, που παρακολουθεί το πρωτόκολλο σε βαθμό χασμουρητού και βαδίζει παράλληλα και μακρόθεν του σκανδάλου, ποτέ μέσα σε αυτό, δυναμικά, κοντινά, θερμά. Σαν καλόγουστο ιστορικό travelogue, με τον Τζόνι επισκέπτη.

Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr

Smart Search Module