Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου (2016), η ταινία του Κώστα Μαζάνη «Λεσβία» παίρνει ένα σοβαρό ρίσκο, το να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την έντονη αλλά και δραματική σχέση μεταξύ δυο νέων κοριτσιών, της Μελίνας και της Βιβής, που ζουν τον έρωτά τους και την ενηλικίωση μέσα σε μια μεγάλη αντίφαση: Από τη μια το πάθος και η αρμονία που βιώνουν σαν ζευγάρι, από την άλλη ένα περιβάλλον σεξιστικό, ετεροκανονικό, βίαιο. Είναι αυτό, που με την ακραία μορφή ενός βιασμού τελικά θα κρίνει και την έκβαση της σχέσης τους.
Ξεκινώντας από τη θέση ότι κάθε ειλικρινής προσπάθεια ανάδειξης του ομοερωτισμού στο σινεμά είναι θεμιτή, έχουμε εδώ να κρίνουμε ένα περίπλοκο εγχείρημα, όπου, χωρίς το όπλο του γραπτού λόγου που μπορεί και περιγράφει με μεγαλύτερη σαφήνεια τον κόσμο των πρωταγωνιστριών, ο σκηνοθέτης έπρεπε να βασιστεί στη δύναμη των κινηματογραφικών μέσων και μόνο, την εικόνα, την κίνηση, τη μουσική, τις πρωταγωνίστριές του, αφήνοντας την διακριτική αφήγηση στη Θέμιδα Μπαζάκα.
Το αποτέλεσμα είναι άνισο. Εξηγούμαστε: Όχι επειδή περιλαμβάνει ακατάπαυστο σεξ, κάθε άλλο, αυτό είναι και «νόμιμο» και αποδεκτό. Ας μην ξεχνάμε ότι η αγαπημένη «Betty Blue» ξεκινά με παθιασμένο σεξ ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ντουέτο. Η ανάδειξη της ερωτικής χημείας μεταξύ των πρωταγωνιστικών προσώπων έχει αποδείξει ότι στο σινεμά λειτουργεί, και ενίοτε μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό σημείο στις μεταξύ τους σχέσεις, ποιος άλλωστε θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δύναμη του σεξ στη μεγάλη οθόνη (και στη ζωή);
Η αδυναμία της ταινίας κατά τη γνώμη μας βρίσκεται στα άλματα που κάνει το σενάριο στην προσπάθειά του να καλύψει την πορεία στη συνείδηση και τον σύνθετο ψυχικό κόσμο των ηρωίδων. Πιο καλά τα πάνε οι διάλογοι με τα τρίτα πρόσωπα, που εισάγουν και την κριτική στο σεξιστικό περιβάλλον και λειτουργούν πειστικά. Αντίθετα, η απόπειρα απόδοσης του χαρακτήρα της βασικής ηρωίδας που είναι η Μελίνα δεν λειτουργεί, και η ταινία καταφεύγει σε σκηνές ηδονοβλεπτικές (σκηνή χορού με πέρλες, άλογα στην παραλία, παιχνίδι τένις με ζουμ στα κοντά φουστάκια) που παραπέμπουν σε άλλες καταστάσεις, για να μην αναφέρουμε τη σκηνή στον τάφο…
Καθώς αναπόφευκτα έρχεται στο νου η «Ζωή της Αντέλ» του Αμπτελατίφ Κεσίς (2013), με την οποία οι αντιστίξεις είναι εμφανείς, θυμάται κανείς ότι τα δυνατά σημεία τελικά δεν ήταν οι μακροσκελείς σκηνές καυτού σεξ ανάμεσα στην Αντέλ και την Έμα -Λεά Σεντού. Αντίθετα, όταν η Αντέλ Εξαρχόπουλος «τσαλακώθηκε» ψυχικά και συναισθηματικά, τότε έδωσε τον καλύτερο και πιο τραγικό εαυτό της, «βγάζοντας» προς τα έξω το κόστος της απώλειας.
Ένα σοβαρό ελαφρυντικό πάντως αποτελεί η υπο- εκπροσώπηση των λεσβιακών σχέσεων στο Ελληνικό σινεμά, σε σχέση ακόμα και με τις ερωτικές ιστορίες μεταξύ γκέι ανδρών, γεγονός που δυστυχώς αντιστοιχεί και στο γενικότερο έλλειμμα ορατότητας των λεσβιών στην Ελληνική κοινωνία. Είναι σίγουρο ότι έχουμε δρόμο να διανύσουμε μέχρι να δούμε να απεικονίζονται στην οθόνη λεσβιακές σχέσεις με το βάθος που αντιστοιχεί στην αληθινή ζωή. Μέχρι τότε, κάθε προσπάθεια είναι ευπρόσδεκτη.
Δήμητρα Κυρίλλου
Το κείμενο δημοσθεύτηκε στην ιστοσελίδα avmag.gr