Ο αγέραστος αρχαιολόγος και το φάντασμά του, ολοκληρωτικά αδιάφοροι πια...
Τη χρονιά που ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα της ταινίας, ο Χάρισον Φορντ είχε πια πατήσει τα 81 του χρόνια. Κι όμως! Στο πρώτο μέρος, το πρόσωπό του είναι ίδιο με εκείνο που είχε στην τρίτη ταινία της σειράς των Ιντιάνα Τζόουνς, την “Τελευταία σταυροφορία”… 34 χρόνια πριν! Όχι, δεν πρόκειται για γυρισμένες από παλιά σκηνές παρά πρόκειται για την ψηφιακή απογήρανση κι αποκατάσταση του προσώπου του: αναμφισβήτητα, πρόκειται για μια εντυπωσιακή τεχνικά δουλειά- συνειδητοποιώντας το, όμως, έχουμε μια μακάβρια αίσθηση: τελικά, δεν πρωταγωνιστεί ο γερασμένος σήμερα Φορντ αλλά το φάντασμά τού παλιότερου εαυτού του, η εικόνα ενός ταριχευμένου Ιντιάνα Τζόουνς, ένας άνθρωπος που δεν υπάρχει αλλά παρουσιάζεται και μας επιβάλλεται σαν υπαρκτός. Παρά ένα χιούμορ που, ωστόσο, εξανεμίζεται σύντομα, τα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης (μια ξαναζεσταμένη σούπα από τις παλιότερες ταινίες της σειράς) είναι τόσο άψυχα σαν αναπόφευκτη θαρρείς συνέπεια του ότι ο ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι ένα ανθρώπινο γράφημα, μια πειστική παραποίηση της ανθρώπινης πραγματικότητας μέσω της οποίας επιχειρείται να πειστούμε ότι πρόκειται για αληθινή. Θαρρείς ότι, επιπλέον, επιχειρείται η κατασκευή μιας νέας συνείδησης σχετικά με το αξιοθαύμαστο των τεχνολογικών δυνατοτήτων όπου το αντίγραφο της πραγματικότητας μπορεί να πάρει τη θέση της υπαρκτής, παύοντας πια να έχει σημασία αν ζούμε κάτι αληθινό ή την προσομοίωσή του. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν προβληματιζόμασταν για κάθε σύγχρονη μορφή της αποανθρωποποίησής μας.
Ο πραγματικός Χάρισον Φορντ κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή κατά το δεύτερο μέρος της ταινίας. Τώρα πια πρωταγωνιστεί η πραγματική εικόνα Φορντ αλλά οι υπερβατικές καταστάσεις επί της οθόνης δεν τελειώνουν: τι κι αν έχει γεράσει το σώμα του, ο Φορντ παραμένει ικανός να επιτελεί τους ίδιους άθλους με εκείνους πριν 40 χρόνια: ο Ιντιάνα Τζόουνς αντιμετωπίζει- θριαμβευτικά, εννοείται- τις ορδές των ναζί αξιωματούχων και στρατιωτών (και, πάντα, μεταδίδοντας υπόγεια το μήνυμα ότι κυρίως χάρη στην επέμβαση των ΗΠΑ, νικήθηκαν οι ναζί). Παρκούρ, νεανικά αντανακλαστικά, να σκάει στο έδαφος σαν το καρπούζι χωρίς να σπάει ούτε κοκαλάκι, να στρίβει απότομα το τιμόνι αυτοκινήτων που τρέχουν με χίλια εξολοθρεύοντας τους διώκτες του, μέχρι που σε μία σκηνή αγωνιώδους αναρρίχησης, ο Ιντιάνα επιτέλους ομολογεί ότι πονάει παντού από τις παλιότερες περιπέτειες του αλλά, βέβαια, αυτό δεν τον εμποδίζει να την ολοκληρώσει, χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες μάλιστα. Υπερήρωας, υπεράνθρωπος, θαρρείς από μια άλλη ανώτερη φυλή (που στο ασυνείδητο του μέσου ανθρώπου, χαράσσει την εντύπωση ενός ανώτερου είδους ανθρώπου, αποδυναμώνοντας, υποσκάπτοντας τη δική του αυτοεκτίμηση σχετικά με τις δυνατότητες του να τα βάλει με τους ισχυρούς χωρίς να χρειάζεται να υπακούει τυφλά στις εντολές ενός ηγέτη, ενός σωτήρα), τα γνωστά τσιτάτα ότι σημασία έχει πόσο νιώθεις κι όχι πόσο είσαι, είσαι όσο νέος θέλεις να είσαι, sky is the limit κλπ.- την ώρα που εμείς μπορεί και να νιώθουμε ενοχλήσεις από τη δική μας μέση, μόνο παρακολουθώντας τα ανδραγαθήματα του Ιντιάνα! Η ταινία διέπεται από μια γελοιότητα.
Υπερσυσσώρευση δράσης και κατορθωμάτων, υποτονικό σασπένς, μια ταινία που παίρνει τον εαυτό της στα σοβαρά χωρίς την όποια αυτοπαρώδηση των προηγούμενων της σειράς, επιτηδευμένοι εξυπνακισμοί που περνιούνται για πνευματώδες χιούμορ, ατάκες γραμμένες για να προκαλούν μηχανικές συσπάσεις των χειλιών ώστε να παραπλανόμαστε ότι χαμογελάμε και διασκεδάζουμε. Ο Μάνγκολντ δεν έχει ούτε την αφηγηματική ικανότητα ούτε τη μαστοριά του Σπίλμπεργκ. Ό,τι απομένει στη μνήμη, είναι μια μπηχτή για ορισμένα επιτεύγματα των ΗΠΑ, όπως αυτό της προσσελήνωσης το 1968 όπου δηλώνεται ότι ο ιθύνων νους ήταν ένας φυγαδευμένος στις ΗΠΑ Ναζί επιστήμονας και μια ανθρώπινη στιγμή του Ιντιάνα Τζόουνς που ζει ένα από τα όνειρά του σαν αρχαιολόγος, βλέποντας την ιστορία να γράφεται μπροστά του και θέλοντας να μείνει εκεί για πάντα, να δει ζωντανεμένα την ιστορική περίοδο που συνέβαιναν, τα ιστορικά γεγονότα που διάβαζε σαν φοιτητής. Αλλά κι αυτή η ανθρώπινη στιγμή στην ταινία υποβιβάζεται (επιεικώς) από τα άψογα Γκρήκλις που θα μιλήσει ο Τζόουνς στον Αρχιμήδη (όχι, δεν πρόκειται περί σουρεαλιστικών καταστάσεων παρά για σεναριακό αχταρμά με ασύνδετα γεγονότα που θέλει να περνιέται για σουρεαλισμός) και από την αμερικανικού τύπου τρυφερή καταστολή της θέλησής του μέσω μιας μπουνιάς (που θέλει να περνιέται για κωμωδία) ώστε να οδηγηθούμε σε ένα φινάλε που ούτε να μας εκβιάσει συναισθηματικά δεν καταφέρνει.
Ήδη το 1981, στους “Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού”, η περιπέτεια αντί να εξάπτει τη φαντασία μας, αντίθετα μας αποχαύνωνε, μας κούραζε όλο και περισσότερο, παύοντας να είναι διασκεδαστική, είχαμε ένα όλο και πιο σβησμένο χαμόγελο στα χείλη μας καθώς όχι μόνο ξέραμε τι θα γίνει κάθε φορά επιπλέον, δεν υπήρχε φαντασία σε ό,τι βλέπαμε. Ήταν από τις εμβληματικές ταινίες όπου διαμόρφωσαν μιαν άλλη κινηματογραφική επιθυμία και ανάγκη στο μέσο θεατή, προτρέποντάς τον να είναι ένας απρόσωπος καταναλωτής παρά ένας άνθρωπος που επιθυμεί την προσωπική του επικοινωνία μ’ έναν άλλο κόσμο. Ε, λοιπόν, σήμερα οι “Κυνηγοί” μας δίνουν μια πιο αυθεντική αίσθηση περιπέτειας σε σχέση με τις σύγχρονες ταινίες των σπέσιαλ εφέ και των πολυσύνθετων γκάτζετ (και των ψηφιακών λίφτινγκ) όπου θαρρείς και σκηνοθετούν οι παραγωγοί σε συνεργασία με ανθρώπινες μηχανές. Πόσο μάλλον με αυτήν την τελευταία ταινία της σειράς, τον “Δίσκο του πεπρωμένου”, που όχι μόνο δεν προσθέτει κάτι καινούριο στη μυθολογία του Ιντιάνα Τζόουνς και στις ιστορίες που έχουμε δει στις προηγούμενες ταινίες του, επιπλέον πλήττουμε σε όλη σχεδόν την ατέλειωτη διάρκεια των 154 λεπτών, δίνοντας, απ’ ό,τι φαίνεται, ένα τελειωτικό χτύπημα στη σειρά αντί ενός μελοδραματικού έστω αποχαιρετισμού.
Βασίλης Μάλτας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tetartopress.gr