Μενού

ΠΑΝΩ ΚΑΤΩ, ΤΑ - Θόδωρος Γιαχουστίδης

1847 1

Όλος ο κόσμος μια σκηνή
Ο Θεός αγαπάει το... χαβιάρι!

Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Louis Garrel γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1983 στο Παρίσι κι αποφοίτησε από το Ωδείο του Παρισιού. Σε ηλικία 6 ετών έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία «Les baisers de secours» του πατέρα του, Philippe Garrel. Έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινίες όπως «Οι Ονειροπόλοι» (2003) του Bernardo Bertolucci, το «Saint Laurent: Η Χρυσή Εποχή» (2014) του Bertrand Bonello, το «Γκοντάρ Αγάπη μου» (2017) του Michel Hazanavicius, το «Κατηγορώ...!» (2019) του Roman Polanski, το «Μικρές Κυρίες» (2019) της Greta Gerwig και το «Φεστιβάλ του Ρίφκιν» (2020) του Woody Allen, ενώ την τρέχουσα κινηματογραφική σεζόν τον έχουμε δει ήδη – πέρα από αυτήν – σε άλλες τρεις ταινίες: «Σκάρλετ», «Στη σκιά του Καραβάτζιο» και «Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ' Αρτανιάν».

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί – και πρωταγωνιστεί σε όλες αυτές τις ταινίες, υποδυόμενος πάντα έναν άνδρα με το όνομα Αμπέλ! Οι προηγούμενες τρεις ταινίες του είναι: «Les Deux Amis» (2015), «Ένας πιστός άνδρας» (L'Homme fidèle, 2018) και «La Croisade» (2021). Η τελευταία του ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού. Ήταν μια από τις πιο εμπορικές γαλλικές ταινίες, καθώς έκοψε πάνω από 700 χιλιάδες εισιτήρια στη χώρα της! Ήταν υποψήφια για 11 βραβεία César – περισσότερες από κάθε άλλη ταινία – κερδίζοντας τελικά δύο βραβεία: πρωτότυπου σεναρίου (στο οποίο είχε συμμετοχή ο Garrel) και β’ γυναικείου ρόλου για την Noémie Merlant.

Η υπόθεση: Η Σιλβί είναι μια ώριμη γυναίκα, η οποία δουλεύει ως δραματοθεραπεύτρια σε σωφρονιστικά καταστήματα. Σε ένα από αυτά θα γνωρίσει και θα ερωτευθεί τον Μισέλ, τον οποίο και θα παντρευτεί μέσα στη φυλακή. Όταν εκείνος αποφυλακίζεται, ανοίγουν μαζί ένα ανθοπωλείο κάπου στο κέντρο του Παρισιού. Ο γιος της Σιλβί, όμως, ο Αμπέλ, που δουλεύει ως ιχθυολόγος σε ένα ενυδρείο, δεν βλέπει τη σχέση της μητέρας του με τον Μισέλ με καλό μάτι. Κι αυτό επειδή τα τελευταία 10 χρόνια η Σιλβί έκανε τρεις ακόμα γάμους, πάντα με φυλακόβιους, πάντα με την ίδια, δυσμενή κατάληξη. Ο Αμπέλ, πέρα από το πρόβλημα της μητέρας του, έχει να αντιμετωπίσει και τις δικές του Ερινύες, καθώς κατηγορεί τον εαυτό του για το θάνατο της πολυαγαπημένης του γυναίκας σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ως ένα είδος απόσπασης της προσοχής του από την επίπονη ενδοσκόπηση, αλλά και για να προστατέψει τη μητέρα του, ο Αμπέλ αποφασίζει να παρακολουθεί από κοντά τον Μισέλ και να τον πιάσει «στα πράσα», σίγουρος πως κάτι παράνομο ετοιμάζει. Για να τα καταφέρει, θα ζητήσει την βοήθεια της όμορφης φίλης του, της Κλεμένς, με την οποία εργάζονται μαζί στο ενυδρείο. Πόσο έτοιμος είναι να αντιμετωπίσει όλα όσα θα ανακαλύψει τόσο για τον Μισέλ όσο και για τον εαυτό του αλλά και για συναισθήματά του για την Κλεμένς;

Η άποψή μας: Όταν, μετά το πέρας μιας ταινίας, καταλαβαίνεις πως έχεις χαραγμένο ένα χαμόγελο στα χείλη (όχι από αυτά της Κωνσταντοπούλου, αλλά αυθεντικό και γενναιόδωρο), αυτό αποτελεί όχι απλά ένδειξη αλλά απόδειξη ότι πέρασες καλά παρακολουθώντας την. Και η νέα ταινία του Louis Garrel είναι – παραδόξως – ο ορισμός της feelgood ταινίας. Και να σας πω και κάτι ακόμα; Ε, δεν το περίμενα με τίποτε! Πραγματικά μεγάλη, θετικότατη έκπληξη. Γιατί; Είναι πάρα πολλοί οι λόγοι. Για αρχή, δεν μοιάζει με καμιά άλλη γαλλική ταινία, από αυτές που μας ταλαιπωρούν παραδοσιακά κάθε καλοκαίρι στη χώρα μας. Ούτε χυδαία εμπορική μπαλαφάρα είναι, ούτε κουλτουριάρικη δηθενιά, ούτε πολυλογάδικη ασημαντότητα, ούτε copy/ paste αμερικάνικης, χάρτινης υπερπαραγωγής. Ο Garrel – δημιουργός, δείχνει απελευθερωμένος και χωρίς δεσμεύσεις, ανακατώνει κινηματογραφικά είδη με αρκούντως παιγνιώδη τρόπο και περισσή σιγουριά.

Η ταινία είναι και ρομαντική κομεντί και κωμωδία καταστάσεων και θρίλερ και ψυχόδραμα και heist movie κι αυτό, αν δεν είσαι πιουρίστας, είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε ένα φιλμ και στον θεατή που το παρακολουθεί. Να είναι δηλαδή μια ταινία ακατάτακτη τελικά, να μην ανήκει απόλυτα σε κάποιο, ένα και μοναδικό, συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, κατορθώνοντας να συνταιριάξει πράγματα που στο χαρτί μοιάζουν με λάδι και νερό: ο κανόνας λέει πως δεν αναμειγνύονται. Έλα όμως που, αν έχεις το ταλέντο και την τόλμη, μια χαρά ταιριάζουν! Κι έτσι, μας προκύπτει μια ταινία... αξολότλ (θα καταλάβετε)! Κι όχι μόνο αυτό: θέτοντας τη διασκέδαση πάνω από όλα κι έχοντας το μεγάλο κοινό κατά νου, χωρίς όμως να ξεπουλιέται για χάρη του, ο Garrel κλείνει το μάτι στις επιρροές του και κρύβει σε κοινή θέα τον Truffaut, τον Honoré και τον De Palma! Κυρίως, όμως, κάνει κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον: κάνει μια μελέτη πάνω στο ίδιο το σινεμά! Υποκριτική και παρανομία: η τέχνη της εξαπάτησης!

Οι ηθοποιοί «ξεγελούν» το κοινό τους σε μια σύμβαση κατά την οποία ενώ υποδύονται τις ζωές των άλλων, χτίζουν χαρακτήρες με σάρκα και οστά και με την τέχνη τους παρασύρουν τους θεατές, όντας όχημα ταύτισης, διαφυγής, απόλαυσης. Οι λωποδύτες κάνουν περίπου το ίδιο: πρέπει να σε ξεγελάσουν για να πετύχουν τον σκοπό τους. Και στην κορυφαία σκηνή της ταινίας, εκείνη του εστιατορίου, ο στημένος τσακωμός του ζευγαριού, που στόχο έχει να ξεγελάσει τον οδηγό του φορτηγού, μεταλλάσσεται μπροστά στα μάτια μας σε πραγματική ερωτική εξομολόγηση! Δυο άνθρωποι μέσω της υποκριτικής βγάζουν στην επιφάνεια την αλήθεια και τα συναισθήματα που έκρυβαν μέσα τους. Υπέροχο! Και είναι ακόμα πιο υπέροχο το πόσο καλά παίζουν τη σκηνή τόσο ο ίδιος ο Garrel, όσο – κυρίως – η Noémie Merlant.

Να εξομολογηθώ πως αυτή η κοπέλα είχε κάτι το... αχώνευτο επάνω της για μένα στις προηγούμενες ταινίες που την είχα δει (κι ας ήταν ταινίες πολύ σημαντικές, όπως «Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται», το «Curiosa», το «Παρίσι, 13ο διαμέρισμα» ή ακόμα, ακόμα το πρόσφατο «Tár»). Ε, εδώ είναι απολαυστική, σε έναν ρόλο έτσι κι αλλιώς αβανταδόρικο, που τον παίρνει όμως και τον κάνει οδοστρωτήρα, με φοβερό κωμικό timing αλλά και συγκινητικότατη δραματική επίδοση. Γενικά, οι ερμηνείες είναι όλες τους εξαιρετικές, με τον Roschdy Zem να είναι για άλλη μια φορά σπουδαίος και με την 60χρονη πια Anouk Grinberg στο ρόλο της μαμάς να ξεδιπλώνει με άνεση την ερμηνευτική της γκάμα. Δύσκολο πράγμα η ενηλικίωση, ακόμα πιο δύσκολο να αποτινάξεις τις προκαταλήψεις σου και το πιο δύσκολο από όλα είναι να βγεις από το safe zone σου και να ρισκάρεις, να γίνεις πιο αυθόρμητος, πιο παρορμητικός, να ακούσεις επιτέλους το ένστικτό σου από το να ακολουθείς τυφλά τους κανόνες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί επιτέλους να έρθει η μεγάλη ανατροπή. Να έρθουν τα πάνω κάτω. Carpe diem, που έλεγε μια ψυχή. Σίγουρα η πιο διασκεδαστική ταινία του φετινού καλοκαιριού, ως τώρα.

Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr

Smart Search Module