Φρικαρισμένος από τον γάμο της μουρλέγκως μάνας του με σεσημασμένο φυλακόβιο, μονάκριβος γιος βάζει μπρος σχέδιο ξεμπροστιάσματος του δήθεν μετανοημένου γαμπρού. Το έγκλημα, όμως, δείχνει να τραβάει και τον ίδιο!
Τέταρτη σκηνοθετική απόπειρα του ηθοποιού Λουί Γκαρέλ, τέταρτη φορά που ο Γάλλος «auteur» υποδύεται έναν χαρακτήρα ο οποίος ονομάζεται Αμπέλ! Πρόκειται για περίπτωση όπου ο ναρκισσισμός (τον οποίο είχαμε επισημάνει στο προηγούμενο του φιλμ που είχε τύχει διανομής στη χώρα μας, το «Ένας Πιστός Άντρας», καθώς έχει μεσολαβήσει έκτοτε το αδιανέμητο «La Croisade») εξελίσσεται πια σε γερό ψώνιο. Οι παππούδες και οι γονείς του Γκαρέλ υπήρξαν όλοι τους είτε ηθοποιοί, είτε σκηνοθέτες, όμως, το γεγονός που (κατά τα φαινόμενα) στιγμάτισε τη ζωή του ήταν πως τον βάφτισε ο Ζαν-Πιερ Λεό. Δεν μπορώ να εξηγήσω με άλλο τρόπο την επιμονή του να βρει τον δικό του Αντουάν Ντουανέλ (αν και ο Αμπέλ του δεν έχει σαφή σχέση ως χαρακτήρας από ταινία σε ταινία), ούτε την ιδέα που έχει σχηματίσει για πάρτη του, πως αποτελεί συνεχιστή του Φρανσουά Τριφό (!). Με τούτο το νέο του έργο, έρχεται να φέρει «Τα Πάνω Κάτω» σε ό,τι αφορά το… σινεμά των ειδών, αφού το φιλμ του μοιάζει ν’ αποτελείται από τέσσερις-πέντε διαφορετικού ύφους ιστορίες, που βιαίως ενώθηκαν σε μία.
Το ξεκίνημα φλερτάρει με τη μαύρη κωμωδία, καθώς η μάλλον ελαφρόμυαλη Σιλβί ερωτεύεται (για… πολλοστή φορά) και μάλιστα παντρεύεται τον φυλακόβιο Μισέλ, τον οποίο έχει γνωρίσει μέσα στη στενή, μιας κι εκεί παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας διά κρατουμένους. Ο σαστισμένος γιος της, Αμπέλ, δεν εγκρίνει καθόλου τον γάμο κι αποφασίζει να κάνει τα πάντα ώστε ν’ αποδείξει στη μάνα του πως το χούι του εγκλήματος δεν έχει σβήσει για τον αγαπημένο της και πως το να «ξανακυλήσει» είναι θέμα χρόνου. Κολυμπώντας, πλέον, στα νερά της αισθηματικής κομεντί (με πινελιές ψυχοδράματος), ο Αμπέλ, ανήμπορος να ξεπεράσει τον θάνατο της γυναίκας του, στρέφεται προς την κολλητή του, Κλεμάνς, για να τον βοηθήσει στην παρακολούθηση του «υπόπτου». Το ότι κάτι πέραν της αγνής φιλίας παίζει ανάμεσά τους κάνει μπαμ στο δευτερόλεπτο, με την αστυνομικού τύπου επιχείρηση που το ντουέτο της συμφοράς πάει να στήσει, να μεταλλάσσει πια το φιλμ σε καθαρόαιμο δράμα εγκλήματος, αναπόσπαστο μέρος του οποίου αποτελούν (παραδόξως) και οι ίδιοι! Και όταν λέω καθαρόαιμο δράμα εγκλήματος, το εννοώ, αφού το κόλπο που στήνεται θα μπορούσε άνετα ν’ αποτελεί μέρος της πρόσφατης «Τελευταίας Νύχτας του Φράνκο Αμόρε»!
Όλες οι παραπάνω ιδέες δεν είναι απορριπτέες από μόνες τους, εν τούτοις, ως κομμάτια του ίδιου σεναρίου στέκουν… χαρακτηριστικά αβάσιμες. Ο σεναριογράφος Γκαρέλ μου άφησε την εντύπωση πως είχε προαποφασίσει να καταπιαστεί με το θέμα της αναπόφευκτης μοίρας, την τραγική ειρωνεία της ομοιότητας μεταξύ υποκριτικής Τέχνης κι αληθινής ζωής, τον ακαταμάχητο έρωτα και τη γοητεία της παρανομίας, δίχως να μπει στον κόπο να σκεφτεί το κατά πόσο αυτό είναι εφικτό να γίνει μία κι έξω. Το αποτέλεσμα (που προέκυψε αρχικά στο… χαρτί κι έπειτα στην οθόνη) δε στερείται αυτοπεποίθησης, πλην όμως οι κατασκευαστικές αδυναμίες, που κυρίως έχουν να κάνουν με τη στροφή των ηρώων προς το έγκλημα, δημιουργούν αναπάντητες απορίες, αδύνατες να αιτιολογηθούν. Η γλαφυρότητα ενός α λα «Κεντρί» (1973) παραμυθιάσματος, δίνει την ευκαιρία στην Νοεμί Μερλάν να δείξει πως το «έχει», όμως, η γκανγκστερική συνέχεια στο στόρι αποδεικνύει περίτρανα πως ο «auteur» Γκαρέλ δεν το έχει με τίποτα. Η ερωτική απερισκεψία της μάνας λειτουργεί αντιδιαμετρικά με την υπέρμετρη προσοχή του γιόκα της, δίχως τούτο το δίπολο να ξεφεύγει από την παιχνιδιάρικη γελοιότητα, κάνοντας τον λανθάνοντα ρομαντισμό (και ειδικότερα το εύρημα του αδόκιμου έρωτα) να βουλιάζει κάτω από το βάρος του αφηγηματικού συνονθυλεύματος. Η κυκλική πορεία των πραγμάτων φέρνει κατά μία έννοια «Τα Πάνω Κάτω», όχι όμως και η αναποφασιστικότητα (ή μήπως η μεγαλομανία;) του Γκαρέλ, ο οποίος με την ταχύτητα που αλλάζει ύφος στο φιλμ του καταφέρνει μόνο να φέρει τα κάτω… ακόμα πιο κάτω!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Roller coaster ιδεών που προτάσσει μία εξαρχής feelgood διάθεση, δίχως να καταφέρνει να τη σκαπουλάρει ως συνολικό αποτέλεσμα, εξαιτίας των συνεχών εναλλαγών ύφους και τόνου. Δεν πρόκειται για κάποιο παντελώς άοσμο φιλμ, στα πρότυπα του «Πιστού Άντρα», ούτε για την τυπικά έξαλλη «γαλλικουργιά» του καλοκαιριού. Ο Λουί Γκαρέλ θα έπρεπε, όμως, να λάβει υπ’ όψη του πως όποιος πάει για τα πολλά… χάνει και τα λίγα.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr