Παρότι δεν προκύπτει κάτι που να κυμαίνεται στα ίδια ποιοτικά ύψη με τον εξαιρετικό «Πατέρα», το νέο φιλμ του Florian Zeller έχει «ζουμί» και μερικές σκηνές με μεγαλύτερη συναισθηματική δύναμη από αυτό που θα περίμενε κανείς από ένα mainstream δράμα.
Αν κάπου πρέπει να εντοπιστεί ο λόγος για τον οποίο ο «Γιος» δεν κάνει την υπέρβαση, παρά τα καλά στοιχεία, είναι ένα σενάριο που ενίοτε φαντάζει αμήχανο και μοιάζει να μένει στη γενικότερη αίσθηση μιας πολύ δυσάρεστης συνθήκης, χωρίς να βουτάει στα βαθιά για να την κατανοήσει. Ίσως βέβαια και αυτή να είναι μια συνειδητή επιλογή, με την οπτική γωνία του (αδύναμου ως προς το να καταλάβει στην ολότητά της την κατάσταση) πατέρα Hugh Jackman να υιοθετείται, αν και ο θεατής που μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τέτοια τεχνάσματα είναι πιθανό να διαβάσει τα δρώμενα πιο αντικειμενικά και να κάνει προβλέψεις. Από την άλλη βέβαια είναι λάθος για τη νοηματική της ταινίας το ότι τελικά περισσότερο φανερώνεται σε όλη τη διάρκεια ο χαρακτήρας του Jackman παρά του γιου, είναι σίγουρα αποπροσανατολιστικό, ακόμη και αν από αυτήν την ανάλυση βγαίνουν κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Κάποια χολιγουντιανού τύπου κλισέ επίσης ενοχλούν κάπως και κάνουν άσχημη αντίθεση με το ευρωπαϊκό background του σκηνοθέτη (τα φλας-μπακ σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, μια ανά φάσεις υπερβολικά εμφατική χρήση της μουσικής). Το επιμύθιο της ιστορίας πάντως είναι εξαιρετικά σημαντικό για να ακυρωθεί από κάποιες προβληματικές επιλογές σε επίπεδο καθαρά κινηματογραφικό, σε βαθμό που αν φτάσει και στους κατάλληλους δέκτες μπορεί να αποδειχθεί κυριολεκτικά σωτήριο, και αυτό σίγουρα προσμετράται θετικά.
Πρόκειται για την πιο ακριβή αναπαράσταση της κατάθλιψης στα σινεφίλ χρονικά; Σίγουρα όχι, όμως υπάρχει μια αυθεντικότητα σε πολλές λεπτομέρειες που αφορούν κυρίως συμπεριφορές του νεαρού Nicholas (από τις απατηλές εκλάμψεις χαράς μέχρι τη φαινομενικά αθώα χρήση των λέξεων που κρύβει κάτι άλλο από πίσω) που αποδεικνύει πως ο Zeller καταπιάστηκε με αυτό το θέμα στο πρωτότυπο έργο του και στη συγκεκριμένη μεταφορά για τη μεγάλη οθόνη γιατί πραγματικά τον «καίει». Το ότι δεν προσπαθεί να αποτινάξει τις θεατρικές καταβολές του πονήματός του λειτουργεί γιατί μέσω της παραμονής της κάμερας σε εσωτερικούς χώρους τονίζεται το έντονο στρες που διαπερνάει όλα τα βασικά πρόσωπα της πλοκής. Και η αλλαγή της τοποθεσίας της δράσης από τη Γαλλία στις ΗΠΑ υπογραμμίζει περαιτέρω κάποιες θεματικές χαρακτηριστικά αμερικάνικες, όπως την εμμονή της μεγαλοαστικής τάξης με την επαγγελματική επιτυχία και το φαίνεσθαι, την υποτίμηση της σημασίας της ψυχικής υγείας και το πρότυπο του «σκληρού αλλά δίκαιου» πατέρα που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά.
Ο Hugh Jackman λίγες φορές έχει δείξει τέτοια ερμηνευτική αφοσίωση τα τελευταία χρόνια, και όσο πιο πολύ ξετυλίγεται ο ήρωάς του τόσο περισσότερο γίνεται πολυδιάστατο και οδυνηρό το πορτρέτο που συνθέτει. Πολύ έξυπνα «παίζει» και με την εικόνα που έχει χτίσει ως σταρ κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, υιοθετεί μανιερισμούς που υποδηλώνουν έναν άνθρωπο με μεγάλη αυτοπεποίθηση λόγω ατομικής σταδιοδρομίας, με την τραγικότητά του να βρίσκεται στο γεγονός ότι αλλού θριαμβεύει αλλά αποτυγχάνει στον σημαντικότερο ρόλο της ζωής του, αυτόν του ψυχολογικού στηρίγματος για το παιδί του. Και η Laura Dern είναι ακόμη και σπαραξικάρδια σε κάποιες κρίσιμες στιγμές, μεταδίδει τον πόνο και την αγωνία της δοκιμασίας από την οποία περνάει με τη στόφα μιας ηθοποιού που επενδύει ουσιαστικά στο υλικό με το οποίο καλείται να δουλέψει.
Σε τελική ανάλυση, μπορεί το βάρος των όσων έχει να πει να υπερβαίνει την καλλιτεχνική του αξία, αλλά ο «Γιος» ποτέ δεν δίνει την εντύπωση πως πραγματεύεται ένα σοβαρό ζήτημα με την κυνική λογική του «να συγκινήσουμε μήπως μας δώσουν βραβεία». Αλλιώς από την αρχή θα επέλεγε πολύ πιο εύκολες διαδρομές από αυτές που καταλήγει να ακολουθήσει και θα έκρυβε δύσκολα διλήμματα κάτω από ένα νοητό χαλί…
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr