Το ξεκαρδιστικό «The Innocent», σαν σύγχρονη απόδοση κωμωδίας του Μαριβώ, γεμάτη φαρσικά στοιχεία, σωματική κωμωδία, βρετανική ειρωνεία, ύφος Γούντι Άλεν και κομψές καταδιώξεις αλά Ζυλ Ντασέν, είναι μια ακόμα επιβεβαίωση ότι ο Λουί Γκαρέλ μπροστά και πίσω από την κάμερα συναισθάνεται τον ρυθμό, την ανάγκη σκηνικής οικονομίας και τη σημασία του να τσαλακώνεται.
Με μουσικές επιλογές ως επί το πλείστον γαλλικές και προηγουμένων ετών, κάνει ένα εκ βαθέων σχόλιο για την αθωότητα, το σωφρονιστικό σύστημα, τους απελπισμένους ερωτευμένους, την οικογένεια. Υποδύεται τον γιό μιας ώριμης γυναίκας που αποφασίζει να παραιτηθεί από τη μεγάλη αγάπη της, τη σκηνοθεσία (εργάζεται σε φυλακές ως ένα είδος δραματοθεραπεύτριας) για μια ακόμα μεγαλύτερη, έναν ληστή που σύντομα θα αποφυλακιστεί. Έχοντας αναλάβει τον ρόλο του καλού παιδιού, του εξομολογητή αλλά και του αδελφού / πατέρα στη μητέρα και την κολλητή του φίλη, θα αντιμετωπίσει ένα προσωπικό δίλημμα: ζεις με τους κανόνες για την ηρεμία σου ή με το ρίσκο για την αγάπη;
Ο Γκαρέλ στη μετά Γούντυ Άλεν εποχή (συνεργάστηκαν στο Rifkin’s Festival) τσαλακώνεται με άνεση και εμπνέεται από τον εγκεφαλικό σκηνοθέτη. Με τη διπλή ιδιότητα, του δημιουργού και του πρωταγωνιστή, βγάζει τις γυναίκες (και τις αδυναμίες τους) σε πρώτο πλάνο, όπως έκανε και ο Αμερικανός σκηνοθέτης. Σε αυτή τη φροϋδική μάχη «μητέρα/ερωμένη» υπάρχουν μόνο λαβωμένοι… και δεν υπάρχει κάτι πιο διασκεδαστικό από το να παίζεις με τις πληγές που σου αφήνουν τουλάχιστον ένα εμφανές -και ένα κρυφό- σημάδι.
Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα ertnews.gr