Τρεις μέρες από την καθημερινή ζωή μιας εργάτριας του σεξ παρακολουθεί με την κάμερα της η Βελγίδα σκηνοθέτρια Σαντάλ Άκερμαν, σε μια ταινία, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή της, τολμηρή και φεμινιστική, και που αναπάντεχα τοποθετήθηκε πρόσφατα, από 1600 κριτικούς, διανομείς, επιμελητές, υπεύθυνους αρχείων και μελετητές του κινηματογράφου, που επέλεξε το γνωστό αγγλικό περιοδικό Sight and Sound (ένα γκάλοπ που κάνει κάθε δεκαετία, εδώ και αρκετά χρόνια), ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, μπροστά ακόμη κι από ανεπανάληπτα κλασικά αριστουργήματα όπως ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς, «Ο κανόνας του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ, «Δεσμώτης του ιλίγγου» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, « Ιβάν ο τρομερός» του Σεργκέι Αϊζενστάιν, «Η περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, « Οι εφτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα, γεγονός που εξέπληξε κριτικούς και σινεφίλ από όλο τον κόσμο.
Οι λόγοι γι’ αυτή τη ξαφνική στροφή είναι πάμπολλοι (που χρειάζεται ξεχωριστό σημείωμα για να αναλυθούν), ανάμεσα τους σίγουρα και η στροφή προς τη μόδα της συγκεκριμένης εποχής, όπως τόνισε ο ίδιος ο διευθυντής του αγγλικού περιοδικού, όμως το ότι η ταινία της Άκερμαν ήταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μιας μόλις τότε 24χρονης σκηνοθέτριας, παραμένει σίγουρα κάτι το εκπληκτικό και αξιοθαύμαστο.
Με αυστηρά, απέριττα πλάνα (που θυμίζουν τον Μπρεσόν), με την κάμερα να καταγράφει με τον αληθινό τους χρόνο τις καθημερινές αυτές διαδικασίες (που θυμίζουν τον Αντονιόνι αλλά και τον Αγγελόπουλο), με την επιμονή στις λεπτομέρειες αλλά και μια ανατροπή στη συνηθισμένη καταγραφή των γεγονότων, που αγγίζει τα όρια του πειραματικού κινηματογράφου (φέρνοντας στο νου τον Γκοντάρ και τη νουβέλ βαγκ), η Άκερμαν παρακολουθεί την Ζαν Ντιλμάν, χήρα και με έφηβο γιο, «καταδικασμένη» σε μια άχαρη ζωή ρουτίνας, στη διάρκεια των τριών ημερών:
Καθημερινό ξύπνημα, προετοιμασία φαγητού (με λεπτομέρεια που σε κάνει να νομίζεις πως παρακολουθείς μαθήματα μαγειρικής), πλύσιμο των πιάτων, άνοιγμα και κλείσιμο της πολυθρόνας/κρεβατιού, άναμμα και σβήσιμο του ηλεκτρικού όταν μπαινοβγαίνει από διάδρομο και δωμάτια, δίπλωμα των ρούχων, πλέξιμο ενός πουλόβερ, και άλλες καθημερινές, συνηθισμένες απασχολήσεις, όλα δοσμένα με τον αληθινό τους χρόνο, αντίθετα με τις απογευματινές επισκέψεις των μεσήλικων πελατών της (με δυο από αυτούς να τους ερμηνεύουν οι σκηνοθέτες Ανρί Στορκ και Ζαν Ντονιόλ-Βαλκρόζ) να παρουσιάζονται με ένα ελλειπτικό, θα έλεγα, τρόπο.
Αν στις πρώτες δυο μέρες της ζωής της Ζαν κυριαρχεί η τάξη και η ασφάλεια, σταδιακά, ξεκινώντας από το τέλος της δεύτερης μέρας, η ατμόσφαιρα αρχίζει να αλλάζει, να δημιουργείται η ανησυχία και η ανασφάλεια, οδηγώντας τελικά σε χάος και τραγικά αποτελέσματα. Χρειάζεται σίγουρα επιμονή από τον θεατή, συνηθισμένο στον παραδοσιακό (βασικά χολιγουντιανό) κινηματογράφο, για να μπει στο κλίμα της ταινίας της Άκερμαν και να συμμετάσχει πρόθυμα σ’ ένα ταξίδι που κρατάει τρισήμιση σχεδόν ώρες.
Αν όμως αφεθεί και ξεχάσει ότι έβλεπε μέχρι τώρα, θα καταφέρει να ακολουθήσει με άνεση την κάμερα στην περιπλάνηση της στο θλιβερό διαμέρισμα της ευγενικής αυτής, διακριτικής, ταλαιπωρημένης γυναίκας, άτομο μιας αστικής, ανδροκρατούμενης, δοσμένης σε ένα αδηφάγο καπιταλιστικό σύστημα, κοινωνίας, στο οποίο, γυναίκες και άντρες, είναι απλά γρανάζια που, το καθένα με τον τρόπο του (μαζί και την πορνεία) συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξή του.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr