Ο Εμανουέλ Μουρέ διαθέτει θεματολογία και αφηγηματικό στυλ που άγονται στα βάθη της γαλλικής κινηματογραφικής κληρονομιάς. Όπως και η προηγούμενη δουλειά του, το «Αυτά που Λέμε κι Αυτά που Κάνουμε», έτσι και το «Χρονικό ενός Εφήμερου Έρωτα» εξερευνά με στοργική ελαφρότητα ζητήματα σχέσεων που υπό αυστηρότερη διαχείριση θα αποτελούσαν μέρος μιας αναζήτησης περί ζητημάτων τρέχουσας ηθικής και χρηστής συμπεριφοράς. Στο έργο του Μουρέ, όμως, οι αξιολογικές κρίσεις και η δεοντολογία εκλείπουν διαπαντός, και αντί αυτών συναντούμε χαρακτήρες που πασχίζουν να αντιληφθούν τις αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης, ξεκινώντας για ένα εφήμερο ταξίδι με αμφίβολο προορισμό.
Η Σαρλότ είναι ανύπαντρη μητέρα, με sex-positive στάση ζωής και αφοπλιστική χαλαρότητα στις ανθρώπινες σχέσεις. Ο Σιμόν, από την άλλη, παντρεμένος, γεμάτος ανασφάλειες και φοβίες που ρυθμίζουν κυριαρχικά τη συμπεριφορά του, αλλά και με μια διάθεση να γνωρίσει έναν διαφορετικό δρόμο. Οι δυο τους ξεκινούν μια σχέση με τη ρητή συμφωνία να παραμείνει στο σεξουαλικό επίπεδο και κανείς από τους δύο να μην εμβαθύνει συναισθηματικά. Τη στιγμή που το είπαν, όμως, οι καρδιές τους αποφάσισαν να διατρανώσουν την ανυπακοή τους απέναντι στον κοινώς συμφωνημένο μοναδικό κανόνα της συνύπαρξής τους.
Θυμίζοντας κάτι από το σινεμά του Ερίκ Ρομέρ και του Γούντι Άλεν, ο Μουρέ κινηματογραφεί με χαριτωμένο τρόπο τις περιπέτειες του ζευγαριού, αντλώντας πολύτιμο υλικό από την εξαιρετική χημεία της Σαντρίν Κιμπερλέν και του Βενσάν Μακέν. Εκείνος δεν είναι βέβαιος τι προσδοκά από την επαφή τους, σε αντίθεση με τη Σαρλότ, που κινείται με αφοπλιστική ελευθερία πνεύματος και σώματος. Όσο οι συναντήσεις διαδέχονται η μια την άλλη και ενώ η ίδια η σεξουαλική πράξη απουσιάζει έξυπνα από κάθε κάδρο, η απόσταση μεταξύ τους ολοένα και μικραίνει, αυθόρμητα και ανεπαίσθητα, και στη θέση της έρχεται αυτόκλητα μια οικειότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Παρά τη γλυκιά, ανθρωποκεντρική προσέγγιση του Μουρέ, βέβαια, το υλικό μοιάζει να ασθμαίνει από αρκετά νωρίς, καθώς το μοτίβο των συναντήσεων χάνει κάτι από τη σπιρτάδα του όσο επαναλαμβάνεται. Αντίστοιχα και ο διάλογος, που είναι πάντα το μεγάλο στοίχημα μιας ταινίας με τόσο εκτενή διαλογικά μέρη, είναι προσεγμένος και ευφάνταστος, όμως σταδιακά χάνει κάτι από τη δημιουργικότητά του. Η θέση της ταινίας παραμένει όμως ευκρινής και είναι αξιαγάπητη μέχρι το όμορφο φινάλε της: εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους που παλεύουν να αφεθούν ή να μην αφεθούν, να καταβάλλουν της κάθε λογής άμυνες όπως και αν μασκαρεύονται αυτές στην ψυχή του καθενός και της καθεμιάς και να βρεθούν σε μια ακαθόριστη κοινή διαδρομή, γνωρίζοντας ότι μεταξύ τους δεν υπάρχει αυτό που λέμε μέλλον. Κάπως έτσι, δίχως να το καταλάβουμε και εμείς οι ίδιοι, το «Χρονικό ενός Εφήμερου Έρωτα» μετατρέπεται σε μια γλυκιά ωδή στη φευγαλέα γοητεία του παρόντος που τόσο συχνά παραγνωρίζεται.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr