Τα αστυνομικά, με ένα χωρίς συναισθηματισμούς, ρεαλιστικό στιλ, μυθιστορήματα (γνωστά ως hard-boiled fiction novels) του Ρέιμοντ Τσάντλερ, με το μυστήριο, το σασπένς, τους σκληρούς, ηθικούς ντετέκτιβ, με τη νουάρ ατμόσφαιρα και φόντο μια συγκεκριμένη αστική κοινωνία, πρόσφεραν και εξακολουθούν να προσφέρουν τα στοιχεία εκείνα που προσελκύουν το κινηματογραφόφιλο κοινό. Στο παρελθόν, γνωστοί σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, από τους Τζον Μπραμ, Ρόμπερτ Μοντγκόμερι και Έντουαρντ Ντμίτρικ μέχρι τους Χάουορντ Χοκς, Ντικ Ρίτσαρντς, Ρόμπερτ Όλτμαν και Μάικλ Γουίνερ, εκμεταλλεύτηκαν προσωπικότητες ηθοποιών όπως οι Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ντικ Πάουελ, Ρόμπερτ Μοντγκόμερι, Τζέιμς Γκάρνερ, Έλιοτ Γκόουλντ και Ρόμπερτ Μίτσαμ, για να δώσουν τη δική τους μορφή του σκληροτράχηλου ιδιωτικού ντετέκτιβ Μάρλοου.
Σ’ αυτούς τώρα προστίθεται και ο Ιρλανδός Νιλ Τζόρνταν («Βυζάντιο», «Μάικλ Κόλινς ο επαναστάτης», «Το παιχνίδι των λυγμών»), που ήθελε πάντα να δώσει την ευκαιρία στον Λίαμ Νίσον (πρωταγωνιστή του στον «Μάικλ Κόλινς) την ευκαιρία να ενσαρκώσει τον ντετέκτιβ Μάρλοου, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Τζον Μπάνβιλ (με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ), «The Black-Eyed Blonde», ένα είδος σίκουελ στον «Μεγάλο αποχαιρετισμό» – βιβλίο, αξίζει να σημειώσω, μιας σειράς νέων μυθιστορημάτων που επέτρεψαν να γραφτούν, με βάση τα έργο του Τσάντλερ, οι υπεύθυνοι του Chandler Estate!
Με το στόρι τοποθετημένο στα τέλη της δεκαετίας του ‘30 (λίγο πριν την έναρξη του Β´ παγκόσμιου πολέμου), ο Τζόρνταν καταφέρνει μέχρι σ’ βαθμό να κινήσει τον μεσήλικα Μάρλοου, κουρασμένο, πάντα όμως έτοιμο να κάνει ότι μπορεί για να ξεσκεπάσει το έγκλημα όσο πιο βαθιά και στα πιο ψηλά κοινωνικά επίπεδα κι αν αυτό τον οδηγήσει, σ’ έναν υπόκοσμο που μοιάζει να βγήκε κατευθείαν από τα πρωτότυπα βιβλία του Τσάντλερ. Οι χαρακτήρες και οι καταστάσεις γύρω του έχουν τα γνωρίσματα εκείνων στα βιβλία του διάσημου συγγραφέα: οι δυο μοιραίες γυναίκες (η κληρονόμος κόρη, Κλερ και η πρώην σταρ μητέρα της), που ζητούν τη βοήθεια του για να ανακαλύψουν τον εξαφανισμένο (υποτιθέμενο νεκρό) βοηθό των στούντιο, Νίκο, έρευνα που τον οδηγεί σε μια πολύπλοκη, θανάσιμη περιπέτεια με ναρκωτικά και ένα κύκλωμα εμπορίας σεξ, ο ρατσιστής γκάνγκστερ, ο διευθυντής του αριστοκρατικού κλαμπ (στην πραγματικότητα πορνείου πολυτελείας) και ο διεφθαρμένος παραγωγός, διευθυντής ενός διάσημου στούντιο (από τους πιο πετυχημένους χαρακτήρες στην ταινία, με τον Ντάνι Χιούστον σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες).
Μαζί με όλα τα επιμέρους στοιχεία, από το προσεγμένο, με αρκετό χιούμορ και ευφυολογήματα, σενάριο, τα ωραία ντεκόρ και τον τρόπο ζωής μιας παλιότερης εποχής (με τα καπέλα φεντόρα, το συνεχές κάπνισμα και το ουίσκι), τα πετυχημένα κοστούμια, το πολύ καλό μοντάζ και μια φωτογραφία με ξεθωριασμένα χρώματα στο στιλ του «Τσάιναταουν» του Πολάνσκι (με την οποία η ταινία έχει και άλλα συγγενικά στοιχεία), και τις έξυπνες αναφορές στον Τζέιμς Τζόις και τον πρόδρομο του Σέξπιρ ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, Κρίστοφερ Μάρλοου, θα περίμενε κανείς ένα θαυμάσιο, συναρπαστικό, σινεφιλικό φιλμ νουάρ.
Δυστυχώς, ο Τζόρνταν περιορίστηκε σε ένα είδος επαναφοράς (που αγγίζει τα όρια του pastiche) της παλιάς ατμόσφαιρας των κλασικών νουάρ, χωρίς όμως τη ζωντάνια ή την πρωτοτυπία εκείνων. Υπάρχουν στην ταινία σκηνές που δείχνουν το αληθινό ταλέντο του, στις σκηνές ιδιαίτερα του Νίσον με τον Ντάνι Χιούστον, την ξεχασμένη σταρ της Τζέσικα Λανγκ (αναφορά στην Γκλόρια Σουάνσον της «Λεωφόρου της Δύσεως» του Γουάιλντερ), καθώς κι εκείνες με ένα αρχικά παράξενο και τελικά φιλικό σωφέρ, με τον οποίο θα δώσει την τελική λύση (σε μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας), ο 70χρονος Νίσον όμως, παρά την εμφάνιση και το όλο παρουσιαστικό του, στις σκηνές του ταλαιπωρημένου, κουρασμένου Μάρλοου, δεν πείθει στις συγκρούσεις και τα γρονθοκοπήματα με τους διάφορους γκάνγκστερ και μπράβους των πλουσίων αφεντικών.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr