Μενού

BLACK STONE - Ιφιγένεια Καλαντζή

1818 4

Μαύρη πέτρα ξέξασπρη…

Μπολιασμένος από τη φυλετική πανσπερμία στις κοινωνίες των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, ο γεννημένος στο Λονδίνο Σπύρος Ιακωβίδης, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Black Stone», μια γνήσια μαύρη κωμωδία, επιχειρεί να καταγράψει τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς από την ενσωμάτωση μεταναστών, εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, που δημιουργούν τη δική τους νεοελληνική ταυτότητα. Στο σύγχρονο παρόν, ο σκηνοθέτης στοχεύοντας να στιγματίσει μερικά στερεότυπα της ελληνικής κοινωνίας για τους δημόσιους υπαλλήλους, την ελληνική οικογένεια και τις ρατσιστικές αντιλήψεις, δημιουργεί μια σατυρική ιστορία για τη νέα πολυφυλετική κατάσταση, που έχει αρχίσει να διαμορφώνεται. Η ταινία είχε κάνει πρεμιέρα στο 63ο ΦΚΘ, κερδίζοντας τέσσερα βραβεία, ενώ στο 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τιμήθηκε με τα βραβεία Α΄ Γυναικείου και Α΄ Αντρικού ρόλου.

Ένας οπερατέρ -που δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ- και ένας ηχολήπτης μπουκάρουν με κάμερα σε γραφεία δημόσιων υπηρεσιών, φιλοδοξώντας να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ για τους διαρκώς απόντες δημόσιους υπαλλήλους, τα λεγόμενα «φαντάσματα του δημοσίου». Βλέποντας στοίβες φακέλων στο εγκαταλελειμμένο γραφείο τού Πάνου Δόλογλου (Αχιλλέας Χαρίσκος), αποφασίζουν να επισκεφτούν το σπίτι του, για να μάθουν το λόγο της απουσίας του. Η 68χρονη χήρα μητέρα του, η Χαρούλα (Ε. Κοκκίδου), τους υποδέχεται, πεπεισμένη πως πρόκειται για τηλεοπτικούς ρεπόρτερ, που θα βοηθήσουν να βρεθεί ο εξαφανισμένος γιος της. Εισβάλλοντας στο σπίτι, κινηματογραφούν τον καθημερινό Γολγοθά της Χαρούλας, που έχει πλέον επωμιστεί τη φροντίδα του μικρότερου ανάπηρου γιου της, του Λευτέρη (Γ. Κατσής), ενώ στην ιστορία μπλέκει και ένας καλόκαρδος ταξιτζής, ο Μιχάλης (K. Ansong), με καταγωγή από την Γκάνα. Ωστόσο, δυο αποκαλύψεις περιπλέκουν την κατάσταση. Ο Πάνος είχε καταχραστεί χρήματα από πλαστές ληξιαρχικές πράξεις, ενώ τα είχε φτιάξει με την μπαργούμαν του θρυλικού ρέγκε μπαρ «Red Sea» όπου σύχναζε. Ο Μιχάλης, που γνωρίζει τα κατατόπια της «μαύρης» Αθήνας, γίνεται ο πολύτιμος βοηθός τους στην αναζήτηση του εξαφανισμένου Πάνου.

Κρατώντας ισορροπίες μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, κωμωδίας και δράματος, ελληνικής παράδοσης και νέων εκσυγχρονιστικών στοιχείων, ο Ιακωβίδης υιοθετεί τη φόρμα του ντοκιμαντέρ, για μεγαλύτερη αληθοφάνεια, δημιουργώντας ένα μυθοπλαστικό ψευδο-ντοκιμαντέρ. Σε άμεση ρήξη με τη μυθοπλασία, αφού οι περισσότεροι χαρακτήρες κοιτάνε το φακό, η δεδομένη παρουσία της κάμερας αποτελεί παλιό τέχνασμα σε πολλές ταινίες του Φελίνι, που λάτρευε τα παιχνίδια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ενώ συχνά με την αφορμή γυρίσματος ντοκιμαντέρ, η αόρατη ή και ορατή παρουσία ενός συνεργείου, που δημιουργούσε αίσθηση ταινίας μέσα στην ταινία, φόρτιζε τις τραγελαφικές καταστάσεις και απενοχοποιούσε το απευθείας βλέμμα προς την κάμερα, δίνοντας ευκαιρία στους πρωταγωνιστές για εσώτερες εξομολογήσεις. Οι χαρακτήρες απευθύνονται στην αόρατη κάμερα, καθιστώντας την αντιληπτή, ενώ η κάμερα, υιοθετώντας το βλέμμα του οπερατέρ, στρίβει για να εντάξει κάποια λεπτομέρεια στο κάδρο. Έτσι, όταν οι πρωταγωνιστές χαζεύουν βράδυ στην τηλεόραση, η εμφανής στροφή της κάμερας συμπεριλαμβάνει στο κινηματογραφικό κάδρο τον αποκοιμισμένο ηχολήπτη, αποκαλύπτοντας στον θεατή μια εσωτερικής κατανάλωσης πλάκα, αντίστοιχη με τα ντοκιμαντέρ για τα ευτράπελα των γυρισμάτων σε ταινίες.

Η δύναμη της ταινίας δεν οφείλεται μόνο στους καλογραμμένους χαρακτήρες προκειμένου να σχολιαστεί μια κοινωνική κατάσταση, αλλά κυρίως στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων των ηθοποιών που τους ενσαρκώνουν. Στο ρόλο της λαϊκής Ελληνίδας μάνας -προηγούμενης γενιάς- μιας θρησκευόμενης νοικοκυράς, έτοιμης να αυτοθυσιαστεί για τα παιδιά της, πρωτοστατεί η Ελένη Κοκκίδου, που αποδίδει με τραγικότητα το βάρος της φροντίδας ενός ανάπηρου παιδιού. Δίπλα της, ο Julio Γιώργος Κατσής ενσαρκώνει εξαιρετικά τον καθηλωμένο σε καροτσάκι Λευτέρη, στα όρια αποχαυνωμένου τηλεορασόπληκτου, ωστόσο με χροιά καυστικού χιούμορ. Αρχικά παρατημένος και αξύριστος, μεταμορφώνεται με την παρουσία του Μιχάλη και αναδεικνύεται σε προικισμένο στιχουργό, σκαρώνοντας ρίμες, όπως «Εκεί που γλύφουν στρίβω, ξεδίνω σε μια κόλλα χαρτί, όταν ψάχνω για στίχο, με την πλάτη στον τοίχο…». Ωστόσο, την παράσταση κλέβει η φιγούρα του καλοπροαίρετου Μιχάλη, που ενσαρκώνει με περίσσια τσαχπινιά ο Kevin Zans Ansong, ο γνωστός μουσικός «Νέγρος του Μοριά», με το ελληνόφωνο τραγούδι στην ταινία «Μ.Π.Ε.Σ.Α. ΙΙΙ», για τους mc’s που χορεύουν και χαλαρώνουν με τσάμικο και καλαματιανό.

Μετά και από την ταινία «Holy Boom» (2018/Μαρία Λάφη), εισάγεται πλέον στον ελληνικό κινηματογράφο ο προσδιορισμός του Άφροέλληνα, μέσα από το χαρακτήρα του Μιχάλη, του μοναδικού ταξιτζή που δέχτηκε να πάρει την Χαρούλα και τον ανάπηρο γιο της. Ο Μιχάλης φοράει φανέλα Αντετοκούνμπο, δικαιολογεί την ξενοφοβία γιατί «φοβούνται κάτι που δεν έχουν ξαναδεί» και στο ταξί του ακούει ρεμπέτικα, ενώ εναντιώνεται σε μια κινηματική ομάδα, που θέλει να τον χρησιμοποιήσει ως το πρόσωπο του «ελληνικού Black Lives Matter». Αυτόπροσδιορίζεται ως «Γέννημα-θρέμμα από Κυψέλη, 100% Ελληνάρας από μέσα και μαυρισμένος όλο το χρόνο». Νοσταλγεί τους συγγενείς του στην Γκάνα, αλλά βρίσκει οικογενειακή θαλπωρή στο σπίτι της Χαρούλας, ενώ γίνεται κολλητός και με τον Λευτέρη, βλέπουν μαζί αγώνες και βοηθάει στις μετακινήσεις. Δίχως να ενστερνίζονται ηρωικά ιδεώδη, οι χαρακτήρες της ταινίας αντιστέκονται στο ρατσισμό, ακριβώς επειδή προσαρμόστηκαν για να επιβιώσουν σε ένα νέο περιβάλλον, αναζητώντας τη δική τους ξεχωριστή ταυτότητα σε μια ρευστή καθημερινότητα.

Με πινελιές από τη λαϊκότητα και το λούμπεν χαβαλέ του «Τσίου» (2005/Μάκη Παπαδημητράτου) η ταινία αναδεικνύει το κωμικό στοιχείο μέσα από σταθερά πλάνα, παραπέμποντας στις μαύρες κωμωδίες του Φίλιππου Τσίτου (Ακαδημία Πλάτωνος/2009). Οι παθολογίες του ελληνικού δημοσίου σχολιάζονται στην αρχή μόνο με εικόνα και ήχο, δίχως διαλόγους, μέσα από μια ακολουθία διαδοχικών σταθερών πλάνων. Στο πρώτο πλάνο δεσπόζει ένα γραφείο γεμάτο στοίβες με φακέλους, ενώ από πίσω, μέσα από ένα παράθυρο, διαφαίνεται ένα ντοσιέ που πετιέται στον αέρα, για να προσγειωθεί άτακτα σε μια μεγάλη στοίβα φακέλων, καταμεσής του δωματίου, σχηματίζοντας βουνό, παράλληλα με τα ασταμάτητα κουδουνίσματα τηλεφώνων, εκτός κάδρου, που κανείς δεν σηκώνει, στα γραφεία των μόνιμα απόντων. Σε άλλο καυστικό κωμικοτραγικό στιγμιότυπο, σε στυλ Ρόυ Άντερσον, ένας άντρας πάνω σε μηχανή, προσπαθώντας να κάνει τον σταυρό του μπροστά από μια εκκλησία, χάνει την ισορροπία του και πέφτει.

Το εύστοχο παιχνίδι με την μαύρη πέτρα, που αποτελεί τον αγγλόφωνο τίτλο της ταινίας και μάλιστα δεσπόζει ως μυστήριο αντικείμενο σε μερικές σκηνές, αφενός παραπέμπει στον Πάνο, που «έριξε μαύρη πέτρα πίσω του», γιατί δεν άντεχε τις εγκυκλοπαίδειες, τα μπιμπελό και τα πολλά «σεμεδάκια», αφετέρου θα μπορούσε να λειτουργεί και ως λογοπαίγνιο για τους έγχρωμους συμπολίτες μας και τις νέες προσμίξεις που προκύπτουν.

Κωμικό στοιχείο και συγκίνηση υπογραμμίζονται μέσα από τις μουσικές επιλογές. Κιθαριστικό σουίνγκ πλαισιώνει την αφισοκόλληση αστείων φωτογραφιών του εξαφανισμένου Πάνου, ενώ η εύθυμη ατμόσφαιρα ενισχύεται με το χαρούμενο ροκαμπίλι «Charlie’s on the juke box», Johnny Rumble and the Law 4000, στο δρόμο προς Κινέτα, στα ίχνη του Πάνου. Σήμα κατατεθέν της Χαρούλας γίνεται το ελαφρύ τραγούδι που άρεσε και στην μητέρα της «Αυτός ο κόσμος» (Τώνη Μαρούδας και τρίο Μπελ Κάντο), που σιγοτραγουδάει ακούγοντάς το στο ραδιόφωνο. Το ίδιο τραγούδι ακούγεται εκτός κάδρου να το σιγομουρμουρίζει, υποδηλώνοντας την απουσία της, σε μια ταινία που είναι αφιερωμένη στην μνήμη της μητέρας του σκηνοθέτη. Η ταινία κλείνει ελπιδοφόρα με το τραγούδι «Orange sky» (2004/Alexi Murdoch), με στίχους «στην αγάπη σου βρίσκεται η σωτηρία μου».

Ιφιγένεια Καλαντζή 
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module