Μια ταινία που ξεκινά ως σάτιρα με αφορμή έναν από τους πολλούς εξαφανισμένους δημόσιους υπαλλήλους συνεχίζεται ως ψευδοντοκιμαντέρ για την αναζήτηση του χαμένου γιου από την αναστατωμένη μάνα και εξελίσσεται σε ιλαρή τραγωδία που στάζει απελπισία και τρυφερότητα για την καταδικασμένη ελληνική πυρηνική οικογένεια. Οι δυο κινηματογραφιστές πέφτουν κατά τύχη πάνω στη Χαρούλα κι εκείνη τους καλεί στο σπίτι της, νομίζοντας πως το δράμα που βιώνει θα βγει στην τηλεόραση. Ο μεγάλος της γιος, ο Πάνος, φαίνεται να έχει κάνει απάτη, έχει χαθεί από προσώπου γης, ο Λευτέρης, ο μικρότερος γιος, καθηλωμένος σε αμαξίδιο, είναι μάλλον αδιάφορος ως προς την εξαφάνιση του Πάνου, κι ένας ταξιτζής, Κυψελιώτης γέννημα-θρέμμα και Ελληνοαφρικανός, θέλει να βοηθήσει, ενώ μπαίνει στην εξίσωση και το διαμέρισμά τους, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της Χαρούλας ‒ απορεί πώς μιλάει καν ελληνικά, πόσο μάλλον αν είναι από «εδώ»!
Το ευφυέστατο εύρημα της κινηματογράφησης από ένα συνεργείο που παρακολουθεί το ανορθόδοξο κυνηγητό σκόρπιων στοιχείων γύρω από τον Πάνο δίνει μια αντικειμενικότητα στη ματιά του Σπύρου Ιακωβίδη, ο οποίος συνέγραψε το υπέροχο σενάριο με τον Ζιάντ Σεμάαν. Στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, ο Ιακωβίδης προσεγγίζει πολυπρισματικά την πραγματικότητα του μικροαστισμού στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, σαν ένα reality δωματίου που όταν δραπετεύει από τους τέσσερις τοίχους η πραγματικότητα εκεί έξω εκπλήσσει και πονάει: η χήρα/μάνα/Χαρούλα αδυνατεί να βάλει δυο λογικές φράσεις στη σειρά, βαριανασαίνει σε μια μακρόσυρτη ικεσία για τον αθώο από κάθε κατηγορία πρωτότοκο ‒και προκομμένο παιδί που υποτίθεται πως κρατά το σπιτικό ζωντανό‒, φέρεται στον μικρότερο, αλλά όχι μικρό γιο της, σαν να είναι κακομαθημένο μωρό, κάτι που εκείνος πονηρά εκμεταλλεύεται με αυθάδικη ανωριμότητα και, όπως αποδεικνύεται από το απρόσμενο twist, έχει πάρει διαζύγιο από την αλήθεια, σε ένα ρεσιτάλ ψυχολογικής άρνησης που την τοποθετεί στο πάνθεον της αδιόρθωτης μάνας του ελληνικού σινεμά. Η διαφορά της Χαρούλας, όπως την ενσαρκώνει διεισδυτικά, μοναδικά η Ελένη Κοκκίδου, από τις αστείες, γραφικότερες απεικονίσεις κυρίως σε παλαιότερες δεκαετίες είναι η επικινδυνότητα αυτής της άρνησης, η προσκόλλησή της σε ένα (φαντασιακό) οικογενειακό μοντέλο που διαιωνίζει μια σχεδόν αιμομικτική συντήρηση. Κι ενώ ο Πάνος φαίνεται πως σιγοντάρει τον απεγνωσμένο της πόθο να γραπωθεί από το άρμα της σιγουριάς (η θέση στο Δημόσιο, ως πανάκεια για κάθε πρόβλημα), ο Λευτέρης είναι τελικά η φυσική προέκτασή της, καθηλωμένος, ευερέθιστος και εριστικός, προβληματικός και αναίσθητος ‒ ο Γιώργος Κατσής ντουμπλάρει τις σπουδαίες φετινές ερμηνείες του, μετά τη βιρτουόζικη εμφάνισή του στο θεατρικό Σπιρτόκουτο. Η μαύρη πέτρα που έριξε ο Πάνος και τα αμετακίνητα σεμεδάκια της Χαρούλας είναι η συμβολική χειροβομβίδα της ρήξης με μια άκαρδη ζωή, καλά καμουφλαρισμένη με νοιάξιμο και ασφυκτική προστασία, αλλά χωρίς επιθυμία και αγάπη. Γεμάτο πικρές παρατηρήσεις και χιούμορ, το Black Stone ενίοτε διστάζει στην εναλλαγή του τόνου και βρίσκει περισσότερο τον στόχο του στις δραματικές καταστάσεις και τα σιωπηλά περάσματα, πάντα με ερμηνείες υψηλού επιπέδου.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr