Η Χαρούλα (Έλλη Κοκκίδου) έχει δυο γιούς, ο πρώτος εξαφανισμένος (Αχιλλέας Χαρίσκος = Πάνος) κι ο δεύτερος αμέα (Χούλιο Γιώργος Κατσής = Λευτέρης). Στην αρχική προσπάθειά της να βρει τον έναν, «παρκάρει» τον άλλον με το καρότσι του σ’ ένα κάγκελο και τον κλειδώνει σα να ήταν ποδήλατο. Κάπου εκεί εμφανίζεται φευγάτος ένας ελληνο-γκανέζος ταξιτζής, ο Μιχάλης (Κέβιν Ζανς Ανσόνγκ ή Νέγρος του Μωριά) γέννημα-θρέμμα κυψελιώτης, φορώντας μπλουζάκι Αντετοκούνμπο.
Όταν ο εξαφανισμένος βρίσκεται κατηγορούμενος και οι τρεις υπόλοιποι τον αναζητούν, μπαίνουν στο πλάνο δυο ψιλό-χύμα κινηματογραφιστές και το παιχνίδι γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον και πιο γαργαλιστικό. Η ιδιότυπη και άτυπη αυτή οικογένεια συγκροτείται σταδιακά μέχρις αποκαλύψεων και μέχρις αποτάξεως του αχάριστου αποστάτη υιού. Η ετεροπροσωπία και τα ετερώνυμα διαπλέκονται. Τα ευτράπελα διαδέχονται ιλαροτραγικές καταστάσεις και η μαύρη πέτρα του αμετάφραστου τίτλου καταλαμβάνει τη θέση που της αξίζει. Ένας από μηχανής κούριερ εξάλλου, μπορεί να φέρει τα κάτω πάνω και τα πέρα δώθε.
Μετά τα προπέρσινα Μαγνητικά Πεδία έρχεται διαδοχικά αυτή η χειροποίητη ιδιόχειρη κωμικοτραγωδία να μας ξαναθυμίσει ότι κάτι καλό συμβαίνει στο τρέχον ελληνικό κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Κάτι ταπεινό, χαμηλόφωνο, ψυλλιασμένο, ελπιδοφόρο, σε αναζήτηση, σε ανησυχία, σε αναβρασμό, σε νέα φόρμα… πιάνει τόπο και χώρο και χρόνο, σαν κέικ που θα φουσκώσει μόνος του, σαν αφρώδης οίνος που πέτυχε και δεν έτυχε, σαν να έριξε πίσω του ο σκηνοθέτης Σπύρος Ιακωβίδης τον βράχο που τον είπανε «γουίρντ σίνεμα».
Οι νοσταλγοί, των Υπαλλήλων, του Κυνηγιού της πάπιας, του όψιμου Τσιώλη, του πρώιμου Ειρηναίου, του Ανθρώπου σπρώχνει καρότσι, του Μεγάλου Λεμπόφσκι, του άλφα, του βήτα και του γάμα… είστε στο στοιχείο σας. Με μάτια ερμητικά ανοιχτά κι αυτιά γελαστά. Γιατί το εγχώριο κίνημα «όλες οι μαύρες ζωές μετράνε»… μετράει!
Κώστας Καρδερίνης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kemes.wordpress.com