Μενού

ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ - Γιάννης Κρουσίνσκυ

1832 3

Ο Νίκος Πάστρας κατόρθωσε να συνδέσει τις σκηνοθετικές του εκφράσεις μαζί με την αφαιρετικότητα του σεναρίου, έχοντας σαν γέφυρα συμφιλίωσης το λειτουργικό μοντάζ. Αφήνει τη μουσική να αναπνεύσει περισσότερο.

Η εκρηκτική θέαση ισχυρών χρωμάτων, η γοητευτική σκοτεινή-εφιαλτική ατμόσφαιρα & οι μεθοδικές διατάξεις στην κινηματογραφική αφήγηση αποτελούν τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας!

Το έργο συνιστά τη μάχη για τα σπάργανα μιας μελλοντικά εναλλακτικής οικογενειακής φροντίδας, που θα ήταν απαραίτητη για τις Προοδευτικές, μα αδιανόητη για τις πουριτανικές κοινωνίες. Όποιος δεν είναι Σινεφίλ, θα χρειαστεί επεξηγήσεις!

Υπόθεση

Μια ομάδα νεαρών αγοριών και κοριτσιών συνεννοούνται και το σκάνε από τα σπίτια τους, αφήνοντας τον κοινωνικό ιστό και τις όποιες διδαχές δεν τους άρεσαν εκεί. Χρησιμοποιούν ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή ως το απομακρυσμένο μυστικό καταφύγιό τους.

Οι Αφροδίτη, Εριφύλη, Κατερίνα, Χριστίνα, Ναταλία, Γιάννης, Γιώργος, Mario και Ζαχαρίας βρίσκονται σε μια δική τους χωροχρονική δίνη. Αργότερα, θα ενταχθεί εκεί και ο “εξωσχολικός” Χρήστος...

Οι ενθαρρυντικές υποσχέσεις για ένα καλύτερο και πιο ριζοσπαστικό μοτίβο ζωής μοιάζουν να είναι πολλές. Στην πράξη ωστόσο, τα παιδιά διασπούν αυτή την θεωρητικά ακλόνητη, προσομοιάζουσα οικογενειακή ενότητα και διαλέγουν μικρότερες ομάδες εμπιστοσύνης.

Αυτό που ψιθυρίζεται σε τούτες τις επιφυλακτικές ομάδες, είναι η εξασφαλισμένη σταθερότητα της εκάστοτε διαλογής και η αμοιβαία φυγή από αυτό το μέρος…Ανάμεσα στις συγκεκριμένες εξελίξεις, ελλοχεύει ένας προδότης υπεράνω πάσης υποψίας...

Ανάλυση

Εισαγωγή...

Λοιπόν...Στην ταινία αυτή υπάρχει ένα ιδιαίτερο κινηματογραφικό σχήμα, που όσο το παρατηρείς καλύτερα (μόλις ολοκληρωθεί το έργο), τόσο πιο πολύ αποδεικνύεται, πως δεν μπορείς εύκολα, ούτε να το εκθειάσεις, μα ούτε και να το αμφισβητήσεις. Το κύριο πλεονέκτημα αφορά την επικοινωνία σε ένα συγκεκριμένο κοινό των αντιφατικών Σινεφίλ, που διαβάζουν, μα θέλουν την αισθαντική έκπληξη προσδιοριστικών εικόνων στο Σινεμά, με γνώριμες ιδέες πιο κοντά στη φρεσκάδα ή την ανεξέλεγκτη ένταση της νιότης.

Κύριο πρόβλημα της ταινίας όμως είναι, το πώς αυτό το φαινόμενο αντανακλάται επικοινωνιακά στο ευρύ κοινό. Διότι στον απλό θεατή θα αρέσουν μεν κάποια οπτικοποιημένα στοιχεία και αντιστρόφως ορισμένα άλλα όχι, χωρίς να μπορεί όμως ποτέ εκείνη/εκείνος να ερμηνεύσει σωστά το γιατί. Ένας μελετημένος δημιουργός χρειάζεται και μελετημένους παρατηρητές. Οι κριτικοί οφείλουν να γεφυρώνουν το χάσμα παρατήρησης μεταξύ δημιουργού και Σινεφίλ. Ο Νίκος Πάστρας χρησιμοποίησε δικαιολογημένα από “Match Cut” μέχρι “J-Cut” στο μεθοδικό σκεπτικό του. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή...

Γενικώς…

Αυτό που έχει σημασία πρωτίστως να ξεκαθαρίσουμε, είναι εάν στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ο δημιουργός Νίκος Πάστρας (σκηνοθεσία, μοντάζ, μέρη σεναρίου) ήθελε να φτιάξει επακριβώς αυτό το κεντρικό κινηματογραφικό σχήμα ή εάν έτσι του προέκυψε στην πορεία. Διότι, βάσει του έργου υπάρχει μια ενδιαφέρουσα δημιουργική αντίφαση εν εξελίξει της πλοκής και της αφήγησης. Οι χαρακτήρες των παιδιών ξεκινούν μια ανεξαρτητοποιημένη περιπέτεια, για να φτιάξουν έναν τελείως δικό τους κόσμο, με δικούς τους κανόνες ηθικής. Αυτό τουλάχιστον υπόσχονται στους εαυτούς τους και στο θεατή.

Μα αντιθέτως, αυτό που προκύπτει από το έργο, κοιτάζοντας προσεκτικά στα ενδότερα αυτής της ριζοσπαστικής ομάδας περσόνων, είναι ότι υπάρχει διάσπαση δυναμικής σε μικρούς επιλεγμένους πυρήνες και ποτέ πραγματικό ομαδικό δέσιμο με ενσυναίσθηση. Πρόκειται για τρεις κατηγορίες διάσπασης. Πρώτον, ξεδιαλεγμένες ομάδες. Η ισχυροποιημένη αδερφικότητα (Αφροδίτη & Mario). Η ένωση απενοχοποιημένων καθαρά σαρκικών εραστών (Κατερίνα & Γιάννης). Η συντροφικότητα των εκκολαπτόμενων διανοούμενων (Χριστίνα & Ζαχαρίας). Η σκηνοθετική σύνθεση στα κάδρα του Πάστρα αναδεικνύει πιο πολύ στις ξεδιαλεγμένες ομάδες τη διαμοιρασμένη θέση που έχουν τα αδέρφια, μαζί με τις χρωματικές τους αντιθέσεις.

Δεύτερον, διακρίνονται και περσόνες, που παραμένουν επί της ουσίας μοναχικές, ακόμη και αν εκφράζονται φιλικά/ερωτικά. Η επιλεγμένη άρνηση ενηλικίωσης, με παρομοίωση ζωώδους τρυφερότητας (Ναταλία). Ένας αθλητής έτοιμος να εγκαταλείψει την εξασφάλιση της υγείας των άλλων μελών, γιατί τον βόλευε το εγχείρημα της απομόνωσης με φιλική/ερωτική παρέα στην ερημιά (Γιώργος). Εκείνη η οποία εξισώνει μέλη της ομάδας με άτομα έξω από αυτήν (Εριφύλη, γυρίζοντας πίσω στην ομάδα έφερε και τον “εξωσχολικό” Χρήστο). Ο “εξωσχολικός” (Χρήστος) εντάσσεται μεν στην ομάδα, μα διαχωρίζει τον εαυτό του, καθώς κοιμάται αυστηρώς στο αμάξι του και όχι στο οίκημα των παιδιών. Τρίτον, ανάμεσα στις δύο αυτές προαναφερθείσες κατηγορίες, θα κάνει την εμφάνισή του ένας καλά κρυμμένος προδότης…

Οπότε, τα παιδιά αυτά, αν και διέφυγαν μακριά από την αντίληψη της πατριαρχικής κοινωνίας, παραμένουν διαποτισμένα από τις επιρροές της, ακόμη και στην ερημιά. Εάν λοιπόν αυτό σχεδίαζε να πετύχει ο Νίκος Πάστρας, τότε η ταινία του παρουσιάζει κάτι πολύ πιο οργανωμένο και ενδιαφέρον από την ανάδειξη της ανεμελιάς, της σχέσης αγάπης/μίσους και της ατμοσφαιρικής θέασης. Η ταινία αφήνει ένα αναπάντητο ερωτηματικό, περί αυτού του εάν...Πάντως η εκρηκτική θέαση ισχυρών χρωμάτων, η γοητευτική σκοτεινή-εφιαλτική ατμόσφαιρα και οι μεθοδικές διατάξεις στην κινηματογραφική αφήγηση αποτελούν τα πιο δυνατά σημεία του έργου! Αυτά ακριβώς τα στοιχεία συνιστούν τη διαμορφωμένη ωραία αισθητική, υπό την επίβλεψη του μεθοδικού Νίκου Πάστρα και των μελετημένων συνεργατών του, Πέτρου Νούσια (διευθυντής φωτογραφίας), Μιχάλη Πητίδη (βοηθός σκηνοθέτη/συνεργάτης μοντέρ) και Άγγελου Μάντζιου (κολορίστας).

Η μουσική της ταινίας βρίσκει ρόλο στην αφήγηση του κινηματογραφικού αυτού σχήματος (ανάλυση μουσικής/εικόνας σε σχετική κάτωθι κατηγορία). Οι διαμαρτυρόμενοι στίχοι των τραγουδιών του Τζίμη Πολιούδη (καλλιτεχνικό όνομα: Mazoha) συμπληρώνουν πιο αναλυτικά την αντίδραση των παιδιών απέναντι στην απειλητική πατριαρχική κοινωνία. Μοιάζουν οι στίχοι σαν τις εξωτερικευμένες σκέψεις τους, μέσα από ένα υποσυνείδητο λεκτικό-ρυθμικό-μελωδικό μοτίβο μουσικής, υπό το οποίο θα συμφωνήσουν όλες/όλοι σε στιγμές να χορέψουν. Η χρήση της μουσικής είναι σχεδόν ιδανική μέσα σε αυτό το αφήγημα και θα βρει ανταπόκριση σε νέους Προοδευτικούς ανθρώπους, 20χρονους, 30χρονους και 40χρονους. Είναι επίκαιρη και επικοινωνιακή! Μιλά για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα κοινωνικά, εντός και εκτός ταινίας. Θα μισήσεις και θα εκτιμήσεις την αφοπλιστική απλότητά της.

Στον σύγχρονο ελληνικό Κινηματογράφο των αρχών του 21ου αιώνα έχει κάνει πλέον αισθητή την παρουσία του το μοτίβο της αφαιρετικότητας (στις ειδικές διακυμάνσεις των “Winona”, “Μήλα”, “Digger”, “Μαγνητικά Πεδία”). Και ο Πάστρας συμβαδίζει με την εποχή του, ακολουθώντας το καλλιτεχνικό ρεύμα. Σε συγκεκριμένο κοινό, που ψάχνει τη σύγχρονη φωνή ένταξής του μέσα από τις Τέχνες, αρέσει αυτό το κινηματογραφικό μοτίβο συχνά. Επειδή μοιάζει σαν προσφερόμενη ελευθερία σκέψεων με πολύ χώρο αντανάκλασης-προσαρμογής-ταύτισης-μύησης στο Σινεφίλ και με λιγότερες κουβέντες-πληροφορίες ηρώων σε επιλεγμένα χρονικά διαστήματα. Όμως στον αντίποδα, η δημιουργικότητα και οι Τέχνες έχουν πάντοτε σταθερούς κανόνες, που δεν καταλαβαίνουν από εποχές και ρεύματα. Στο εν λόγω σενάριο, βλέπουμε, πως μέσα από ένα τέτοιο μοτίβο εμφανίζονται θετικά και αρνητικά στοιχεία.

Δηλαδή, από τη μια πλευρά το σενάριο της ταινίας “Μπάσταρδα” παρουσιάζει ωφέλιμη αφαιρετικότητα, η οποία σαφέστατα ευνοεί την ουσία, επειδή ακριβώς οι περσόνες των 20χρονων παιδιών δεν έχουν διαμορφώσει ακόμη χαρακτήρα. Μα αντιθέτως, από αυστηρά πρακτική άποψη δημιουργικότητας, όταν 11 άνθρωποι (!) έχουν γράψει μαζί το σενάριο (ο Νίκος Πάστρας & όλοι/όλες οι ηθοποιοί στους ρόλους των παιδιών) και δεν υπάρχει ούτε βασική, ούτε και ουσιαστική ανάπτυξη στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, αυτό σίγουρα δεν είναι ποτέ καλό στοιχείο. Αυτό το κενό θα χτυπήσει άσχημα στο μάτι και το μυαλό του θεατή! Ξεκάθαρα όμως, έρχεται πράγματι στο έργο η ορατή φυσικότητα σε διαλόγους ορισμένων καθημερινών νέων ανθρώπων, τους οποίους κάπου κοντά μας έχουμε παρατηρήσει στην πραγματική ζωή να προσπαθούν να βρουν τη δική τους ελευθερία.

Αυτή η φυσικότητα συμβαίνει από το καλό χτίσιμο σε λεπτομέρειες αναπαράστασης χαρακτήρων, τις οποίες αντιλαμβάνονται και σωστά προσθέτουν σεναριακά οι συγκεκριμένοι ηθοποιοί, εξαιτίας της μελέτης του δικού τους σημαντικού, ειδικού πεδίου παρατήρησης. Οι δε ερμηνείες έκαναν, ό,τι έπρεπε, μα αναπόφευκτα κάποιες ξεχωρίζουν. Η ποιοτική χημεία & ανεξαρτησία των Αφροδίτης Καποκάκη και Μάριο Μπανούσι (εξού και τα έμπιστα κοντινά πλάνα ικανών συναισθηματικών μεταστροφών). Η συναισθηματική αντίφαση των Ζαχαρία Γουέλα και Χριστίνας Κυπραίου, με καλόκαρδη/σκοτεινή πραότητα, αντιστοίχως. Η μεταμόρφωση της Ναταλίας Σουίφτ σε ενστικτώδη περσόνα-αγρίμι χωρίς λόγια (με εξαίρεση την εισαγωγή & ένα ψιθύρισμα).

Ο Πάστρας υπό το σκεπτικό σεναρίου/σκηνοθεσίας/μοντάζ θα εξετάσει εγκεφαλικά Ρομαντισμό και Ερωτισμό. Με το Πάθος να βρίσκεται είτε στην αφοσίωση σε κάποια ερωμένη, μαζί με την ανάλογη ζήλια για τον πόθο αυτής (Ζαχαρίας & Γιώργος διεκδικούν αλλιώτικα τη Χριστίνα), είτε στις ειρηνικές πολυγαμικές, πανσεξουαλικές φαντασιώσεις. Η ιδανική ένωση Ερωτισμού και Ρομαντισμού βρίσκεται στην εξέταση ενός ολόκληρου χρωματιστού σύμπαντος με φαλλικό κιάλι, εικονοποιώντας την πολυπόθητη πηγή ζωογόνου και αστρικής ηδονής από το σουρεαλιστικό αιδοίο. Αυτή η αντιστρόφως σουρεαλιστική εικόνα είναι ικανή να διώξει τις ερωτικές ενοχές, ελευθερώνοντας ένα δικαίωμα στην ιδιωτική θεώρηση-ανακάλυψη του Ερωτισμού και μιλώντας παράλληλα συναισθηματικά στους θεατές. Χωρίς αυτό να σημαίνει ποτέ, ότι η ίδια αυτολογοκρίνεται.

Από εκεί και πέρα, όσον αφορά αφηγηματικά την ομάδα, παρατηρώντας αυτή την πανσεξουαλική δοτικότητα του ερωτισμού, την ανθρώπινη αποδοχή (ναι, δεν είναι φυσικά κυριολεκτική η αναφορά πρόσμιξης με τα ούρα και τα ερωτικά υγρά), το δικαίωμα κάθε ατόμου στο ταξίδι της νοητικής εξερεύνησης, διακρίνουμε στην ταινία του Νίκου Πάστρα επιρροές από τους σκηνοθέτες Αλεχάντρο Χοδορόφσκι και Μπερτράντ Μαντικό. Αν και προσθέτουν extreme αύρα αυτές οι επιρροές, ωστόσο παραμένουν παρακινδυνευμένες. Γιατί ο μεν Χοδορόφσκι θα είναι πάντοτε ανεπανάληπτα ευφάνταστος και ο δε μυσταγωγικός Μαντικό δεν έχει μάθει να γράφει σενάριο, ούτε να παραδέχεται τη βοήθεια ενός σεναριογράφου ακόμα.

Ίσως το σημαντικότερο στοιχείο

Όμως ο Πάστρας στο στοιχείο του φτιάχνει μια ειδική οπτική γωνία μέσα στο φαντασιακό ερωτικό όργιο. Θυμηθείτε, πώς αρχίζει. Αυτή η εικόνα δεν είναι συνυφασμένη με την πραγματικότητα, αλλά με τη φαντασίωση ενός ατόμου. Της Ναταλίας, υπό την κατεύθυνση της Κατερίνας, ως παράλληλα απευθυνόμενη προς τον κόσμο του θεατή. Η Κατερίνα δίνει κατεύθυνση ελευθερίας φαντασιώσεων σε Ναταλία και θεατή. Θα έλεγα, ότι μοιάζει να έχει Συμβολικό ρόλο extreme γονέα-δασκάλου, με φροντίδα στην ξενάγηση ελευθερίας των πιθανολογικών ερωτικών φαντασιώσεων ενός 20χρονου! Για να μην φοβάται ποτέ το 20χρονο άτομο να αναρωτηθεί εγκεφαλικά, μέχρι που φτάνουν οι φαντασιώσεις του. Μια εναλλακτική οικογενειακή φροντίδα, που μελλοντικά θα ήταν απαραίτητη για τις Προοδευτικές, μα αδιανόητη για τις πουριτανικές κοινωνίες.

Η οπτική κατευθυνόμενη γωνία αφορά την Αλληγορία μύησης στην απενοχοποιημένη εκτεταμένη έλξη και αποδοχή. Αρχικώς, την έλξη της Αφροδίτης για τη Χριστίνα. Και εν συνεχεία, εκ των αντιδράσεων της εγκεφαλικά σκανδαλισμένης-από την ελευθερία των φαντασιώσεων- Ναταλίας, οδηγούμαστε ως θεατές στο σχηματοποιημένο ερωτικό όργιο σχεδόν όλης της ομάδας. Η φαντασίωση “σπάει” ωστόσο, με μια καρφίτσα από τη Χριστίνα επάνω στο δέρμα της Ναταλίας, επαναφέροντάς την στην πραγματικότητα. Καταπληκτικό σχήμα! Ίσως αφορά τη σημαντικότερη καλλιτεχνική παράμετρο του έργου! Εάν μπορούσε ο Νίκος Πάστρας να δικαιολογήσει κιόλας νοηματικά μέσα στην ταινία αυτή την ιδιαίτερη οπτική γωνία μέχρι και το τέλος της (δηλαδή, γιατί η Κατερίνα συνιστά τη μύηση στην απελευθέρωση, ενώ η Χριστίνα τελικώς την παύει;) τότε θα είχε αναβαθμιστεί πολύ περισσότερο η ταινία του.

Σκεπτικό…

Η Ανατροφή ενός Μοντέρ

Η συνολική αφήγηση αξιοποίησε το μελετημένο παρελθόν του Πάστρα στο μοντάζ. Ο ίδιος απέδειξε, πως η χρόνια μελέτη του μοντάζ εκκολάπτει σκηνοθέτες! Στην εισαγωγή, η γοητευτική άγρια σύσταση των παιδιών με παθιασμένους χρωματισμούς & ενδιάμεσες διακοπές αποφόρτισης μαύρου φόντου με λευκούς τίτλους συντελεστών (κάτι μεταξύ χαμηλωμένης έντασης “Smash Cut” & “Fade”), είναι καθοριστική για την προσέλκυση του θεατή! Κοντά στην αρχή του έργου, βλέπουμε “Match Cut” του μοντάζ (νοηματική συσχέτιση με εξέλιξη) στο βοηθητικό μασελάκι της Αφροδίτης. Εδώ για το cut η δικαιολόγηση της εξέλιξης είναι, ότι τελείωσε εκείνη η προηγούμενη επιληπτική κρίση της περσόνας Αφροδίτη.

Το “οπλοστάσιο αυτοσχεδιασμού” των παιδιών (φωτιστικό & άλλα ντεκόρ του σπιτιού, με αποκορύφωμα τη μάσκα αερίων) έχει “Quick Cuts” στο μοντάζ, που θυμίζουν επιρροές από ταινίες του Γκάι Ρίτσι (σαν μοντάζ διανόησης, αλλά πολύ γρήγορο). Στο τρομακτικό άκουσμα της εγκυμοσύνης παρακολουθούμε την ανάπτυξη ενός “J-cut” (= με ήχο πριν από την επερχόμενη εικόνα). Ήχοι καταστροφής ακούγονται τότε και μόλις έρθει η επόμενη εικόνα, ενώνονται σαν μουσικό σύνολο σε ένα ήδη ερειπωμένο σπίτι, στο οποίο επιτίθενται όλα τα παιδιά. Ενώνεται στην πορεία η ηλεκτρική κιθάρα με γυναικείες φωνές στο βάθος. Αυτό το μοντάζ μπορεί παράλληλα να θεωρηθεί και Προοικονομία του έργου για τη διάσπαση της ενότητας των παιδιών!

Συνδέσεις & Σχήμα

Οι συνδέσεις της κινηματογραφικής αφήγησης (σκηνοθεσία, μοντάζ), εκμεταλλευόμενες τις ελάχιστες πληροφορίες της πλοκής, διασώζουν τελικά την ουσία του έργου. Ορισμένες ιδιαίτερες ιδέες διατεταγμένων συνδέσεων βελτιώνουν το συνολικό κινηματογραφικό σχήμα και επομένως την αφήγηση της ταινίας “Μπάσταρδα.” Ας δούμε, πώς γίνεται αυτό μεθοδικά: Ανάμεσα σε σκηνοθεσία-μοντάζ-σενάριο ο Πάστρας οριοθετεί κάποια στοιχεία αριστοτελικά, μερικά άλλα με διπλή παρουσία και ορισμένα αλλιώτικα με ακολουθία ελλειπτικής τροχιάς.

Αριστοτελικά

Οι αλληλένδετες επιληπτικές κρίσεις με τη συναισθηματική φόρτιση της Αφροδίτης. Η παρουσία της μπάλας του μπάσκετ σαν προσωποποίηση του αθλητή Γιώργου (της καρδιάς του πιο πολύ). H ηλεκτρική κιθάρα σαν φωνή ατομικότητας της Κατερίνας. Οι οπτικές-λεκτικές αναφορές στα άστρα για τον ρομαντικό Ζαχαρία.

Διπλή παρουσία

Δύο φορές παρακολουθούμε τη διαχρονικά ρομαντική κίνηση παραχώρησης με το πανωφόρι από έναν άντρα προς μία γυναίκα (Ζαχαρίας-Χριστίνα, Χρήστος-Αφροδίτη).

Ακολουθία ελλειπτικής τροχιάς

Οι κινήσεις του προδότη της ομάδας. Εδώ επίσης δικαιολογείται νοηματικά αντιστρόφως, το παιχνίδι που παίζουν τα μέλη. Καθότι ο “αστυνόμος” του παιγνίου ήταν τελικά ο προδότης στην πραγματική τους ζωή. Ελλειπτική τροχιά παρουσιάζει και η διαδικασία της απελευθερωτικής βαφής μαλλιών της περσόνας Κατερίνα. Ομοίως οι σκοπιές όλων (πλην του τιμωρημένου Ζαχαρία).

Πιο Αναλυτικά…

Μουσική Αφήγηση

Σχετικά με την αφοσίωση ενός σημαντικού κομματιού στην ταινία “Μπάσταρδα”, που αφήνει τη μουσική να αναπνεύσει περισσότερο κατά την αφήγηση, εντοπίζουμε την παρόμοια φιλοσοφία του σκηνοθέτη Αλέξανδρου Βούλγαρη (“Winona”). Αλλά και την ξεχωριστή αγάπη του Νίκου Πάστρα για τη μουσική στο Σινεμά. Αυτό το αφήγημα τύπου videoclip παρατηρείται στο έργο τρεις φορές (πάρτι για βαφή-μεταμόρφωση Κατερίνας, Ύπνος-Θάνατος Ζαχαρία, εισβολή γονέων).

Το βλέπουμε στα δυνατά σημεία της ταινίας να δίνει χώρο παράλληλης αναψυχής και συντονισμού στο θεατή. Ώστε εκείνος να αφουγκραστεί χωρίς πίεση τους στίχους των επίκαιρων τραγουδιών (Mazoha), τόσο στη δική του ζωή, όσο και στο τι πέρασαν αυτά τα παιδιά-περσόνες, για να φύγουν από τα σπίτια τους (“πατριαρχική κοινωνία, στείρα σχολεία…”). Το αφήγημα κατορθώνει να μην φορτώσει το κοινό με θλίψη, μα τελικά να το πεισμώσει πιο πολύ (“εμάς δεν θα μας γράψει η Ιστορία”). Και αυτό έχει ενδιαφέρον!

Οι μουσικές διασκευές ή επιλογές του Μικέ Μπίλη έχουν ωραία επιμέλεια! Γοητεύουν το έργο, με μια πιο διεθνιστική απόδραση. Ειδικότερα, με την επιτυχή πρόσμιξη πολλών ετερόκλητων καλλιτεχνών/ειδών μουσικής (Αντονίν Ντβόρζακ, Κλωντ Ντεμπυσσύ, Μωρίς Ραβέλ μέχρι Γιώργο Χατζηνάσιο, “Mazoha”, “Veslemes”). Με αρμονικό μεταξύ τους τρόπο. Μα και αντιφατικό από τις εικόνες της ταινίας.

Μυθολογία, Καταλύτης & Συνέπειες

Από τη στιγμή που ακούστηκε μία από τις εκδοχές για το μύθο του Φαέθοντος, τότε αναπόφευκτα κάθε θεατής θα ψάχνει να βρει και άλλες αναφορές-συσχετίσεις της ελληνικής Μυθολογίας στο έργο του Πάστρα. Αλλιώς, είναι μια απομονωμένη απλή μυθολογική αναφορά, η οποία θα φαντάζει ημιτελής...Δεν είμαι σίγουρος όμως, εάν ενυπάρχουν στην ταινία αυτές οι υπόλοιπες μυθολογικές συσχετίσεις...Ως καταλύτης του έργου, που διαταράσσει για τα καλά την ηρεμία και το μέλλον της ομάδας, αποφαίνεται η εγκυμοσύνη της Χριστίνας! Προτού παρθεί η απόφαση της έκτρωσης. Ήδη ο Ζαχαρίας ήθελε να φύγουν μακριά με τη Χριστίνα και να μεταφέρουν το σκεπτικό της ομάδας, μεγαλώνοντας ένα παιδί. Το δικό τους μικρό “Χάος.”

Η εν μέρει ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη με αυτοσχέδια έκτρωση προκαλεί συζήτηση για το διακύβευμα της ομάδας (υγεία μέλους-Χριστίνα vs μυστικό τοποθεσίας ομάδας). Ο Ζαχαρίας συμπάσχει στην αποβολή εμβρύου (προγεννητικής ζωής) της Χριστίνας. Κοιμάται-πενθεί-κηδεύεται στη γη. Η δε Χριστίνα φέρει σαν δάκρυα αποξηραμένο αίμα, κατά τη διαδικασία αποβολής της. Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη και σπάνια ευαισθητοποίηση, υπό το αντρικό βλέμμα για την αποβολή των Γυναικών, από το Νίκο Πάστρα! Παράλληλα, όλη αυτή η ενότητα θυμίζει κάτι μικτό από την ελληνική Μυθολογία, μεταξύ Θανάτου-Ύπνου, Ουρανού, Γαίας και Χάους, καθώς και θρήνου των Ηλιάδων για το θάνατο του Φαέθοντος. Αλλά είναι πολύ αφηρημένο και θολό, έτσι όπως αποτυπώνεται στην ταινία.

Μια ακόμη συσχέτιση με την ελληνική Μυθολογία θα μπορούσε να είναι η ανάδειξη της γυμνής περσόνας Ναταλία τη νύχτα, σαν την αποτυπωμένη μορφή της σκοτεινής Σελήνης (κόρη Υπερίωνος). Εξού και το σκηνοθετικό πλάνο απομάκρυνσης, σαν να κατασκοπεύει ένα μάτι τη γη. Εξαιτίας της Σελήνης θα κατακαθίσουν και θα ηρεμήσουν όλες οι ενέργειες, σηματοδοτώντας μια νέα αρχή (συμφιλίωση Ναταλίας με Κατερίνα). Οι συνέπειες μετά τον καταλύτη αφορούν την ολική διάσπαση της ομάδας και την ισχυροποίηση της προδοσίας. Τότε πάμε στον επίλογο. Ο επίλογος των μανιασμένων γονέων αποδόθηκε με φαντασία σε αυτή την “επιβράδυνση” της οργής. Τώρα, δεν θέλω να το πάω σε απειροελάχιστη πιθανότητα έμμεσης σύγχρονης διασκευής από μια μυθολογική αναφορά...Περί διαμάχης γηραιότερων και νεότερων...Με τιμωρία στα Τάρταρα...Αλλά θα περάσει από το μυαλό κάποιων θεατών αυτή η σκέψη.

Γιάννης Κρουσίνσκυ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα eretikos.gr

Smart Search Module