Δέκα νεαρά παιδιά το σκάνε από τα σπίτια τους και δίχως καμία επικοινωνία με γονείς ή τον έξω κόσμο, περνούν μερικές ανέμελες μέρες σε μια απομονωμένη εξοχική κατοικία. Πόσο θ’ αντέξουν μεταξύ τους αυτή την «ουτοπική» φυγή και πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος να εντοπιστούν τα ίχνη τους από τους ενήλικες;
Το να παρακολουθεί κακό ελληνικό σινεμά ένας κριτικός, αποτελεί επαγγελματική παράδοση εδώ και δεκαετίες. Έτσι, υπό αυτή την (προβλέψιμη) προοπτική οπτικής, τα «Μπάσταρδα» του Νίκου Πάστρα δεν είχαν να μου πουν κάτι καινούργιο. Ομολογώ, όμως, πως το μεγαλύτερο σοκ που βίωσα τούτη τη φορά προέκυψε μέσω μιας λεπτομέρειας που αφορά στην κορύφωση του έργου, με τη συμμετοχή μιας πληθώρας ηθοποιών και σκηνοθετών, οι οποίοι «μπουκάρουν» εν είδει cameo σε κάτι που θα τους ακολουθεί… ντροπιαστικά (ή ενοχικά, έστω) για το υπόλοιπο της καριέρας τους. Αντιλαμβάνομαι πως (θα) υπήρξε μια κάποια «ρομαντική» δόση / διάθεση συναδελφικότητας ώστε να μπουν στον κόπο, όμως, πέρα από την «πλάκα», αναρωτιέμαι εάν για όλους αυτούς υπάρχει (και) ένας σεβασμός σ’ αυτό που αποκαλούμε σενάριο. Μοναδικό τους «άλλοθι», η δική τους άγνοια (;) σχετικά με το τι είχε γυρίσει ο Πάστρας στο υπόλοιπο φιλμ.
Τα «Μπάσταρδα» σίγουρα μπορούν να σταθούν σαν ένα (χρήσιμο για το μέλλον) φιλμικό παράδειγμα του πόσο λάθος μπορούν να πάνε τα πάντα σε μια κινηματογραφική παραγωγή, όταν η βάση του έργου στηρίζεται σε ένα «παρεάκι» το οποίο επιχειρεί να λειτουργήσει σε πλαίσιο «κοινοβιακό» ή «οικογενειακό», για να εκφράσει (sic) τις καλλιτεχνικές και υπαρξιακές του ανησυχίες. Και αυτό το υπογράφω / περιγράφω με τον πιο κομψό τρόπο που μπορώ!
Η αφήγηση ξεκινά με ένα μάτσο ατάκες ενός φανταστικού «manifesto» που θέλουν να στήσουν οι νεαροί ήρωες της ταινίας, από τις οποίες θα συγκρατήσω το «Θα λέμε ότι σκεφτόμαστε, άκριτα, ανυποχώρητα και βροντερά», καθώς εκφράζει απόλυτα την παρουσία και τη στάση μου σε τούτο τον χώρο εδώ και δεκαετίες. Παρά την ειρωνεία του πράγματος, ατυχώς, η δική μου ταύτιση με τα «Μπάσταρδα» τελειώνει εδώ. Ολόκληρο το υπόλοιπο «σενάριο» του Πάστρα (με συμμετοχή του καστ και όπως φαίνεται αυτοσχεδιαστική σε μεγάλο ποσοστό) αναλώνεται σε στιγμές στο σπίτι ή την εξοχή, όπου τα παιδιά συνομιλούν, παίζουν, γαμιούνται ή μαστουρώνουν, φανερώνοντας (και καλά) το «αδιέξοδο» της χιπστεριάς του σήμερα και καταγράφοντας φιλμικά την κατάθεση μιας γενιάς που «εξερευνά» το ανώδυνο της κοινωνικής της αφασίας. Αποτέλεσμα: ένα δυστοπικό κενό ύπαρξης.
Στην πραγματικότητα, τα «Μπάσταρδα» αναμασούν άγαρμπα και άδοξα το χθες, λανσάροντας «τολμηρότητα» ως δήθεν επαναστατικότητα, με τη διαφορά ότι η όποια εικονογράφηση επαφής δείχνει εντελώς «άνοιωθη»! Ειδικά σε σχέση με τις σκηνές σεξ, οι εικόνες είναι τραγελαφικές, με λανθάνοντα τρόπο οφθαλμολάγνες και τόσο παράδοξα… αντιερωτικές!
Σχεδόν μία ώρα και είκοσι τρία λεπτά αργότερα (διάρκεια κινηματογραφικού χρόνου κυριολεκτικά πεταμένη), έρχεται η μεγάλη (και κάκιστα μονταρισμένη) σεκάνς – «κατακλείδα» του έργου, μία έκρηξη μπαναλαρίας και οργίλης φάρσας, που σε κάνει να θέλεις να πετάξεις το κάθισμά σου στην οθόνη, μπας και λυτρωθείς από το μέγεθος της μαλακίας που ταλάνιζε τον εγκέφαλό σου τόση ώρα! Επειδή, όμως, ο αυνανισμός άδικα κατηγορείται (επί της ουσίας και μεταφορικώς), θα αντιπρότεινα στο κοινό που θα τολμήσει να δει τα «Μπάσταρδα», κάπου κοντά στο φινάλε, να είναι προετοιμασμένο να ξεφορτωθεί ότι φορά από τη μέση και κάτω, να τείνει τα οπίσθιά του προς τούτο το εξάμβλωμα «ταινίας» και… εντάξει, αυτό αρκεί, δεν είναι σωστό και να αφοδεύσεις δημοσίως μέσα σε κινηματογράφο. Αυτό (ας) το κάνουν για εμάς οι Έλληνες κινηματογραφιστές που «κληρονόμησαν» τον αέρα θράσους ενός φαντασιακού σε νοήματα «weird wave» και το συντηρούν μέχρι να εξολοθρεύσουν ολοκληρωτικά την εγχώρια παραγωγή. Αν και πιο ωφέλιμο για την ανθρωπότητα θα ήταν να εμφανίζονταν… οι γονείς του Πάστρα έξω από ένα σινεμά, μετά το τέλος της προβολής. Με βούρδουλα!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Ειλικρινά, κόψτε τον λαιμό σας και ακολουθήστε τα «δύο αστεράκια» που θα πέσουν βροχή! Αλλά μην έρθετε εδώ για να αυτομαστιγωθείτε μετά. Να πάτε στους «συναδέλφους» μου, που βάζουν την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και γράφουν παπαριές, μην και θιγούν τα παρεάκια…
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr